Αντανακλάσεις της περραιβικής ιστορίας (In History)
Επισημαίνοντας δύο διαφορετικές σημασίες του όρου της «ιστορίας», αφενός την ταύτιση της ιστορίας με ολόκληρο το παρελθόν, καλύπτοντας το σύνολο των γεγονότων που συνέβησαν είτε έχουν καταγραφεί είτε όχι, αφετέρου τον ορισμό της «ιστορίας» ως την ιστορία που παραδόθηκε μέσω των γραπτών πηγών από τον εκάστοτε ιστορικό, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο ιστορικός δεν μπορεί να ξεφύγει απόλυτα από την εποχή και το περιβάλλον όπου ζει, παρ’ όλο που έχει την υποχρέωση να ελαχιστοποιεί την απόσταση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και να μην περιορίζεται μόνο στην προσωπική ερμηνεία ή να αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας,[1] οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η καταγεγραμμένη ιστορία δεν μπορεί να είναι απολύτως αντικειμενική.
Εστιάζοντας στο θέμα της εργασίας μας παρατίθενται τα ιστορικά στοιχεία που σχετίζονται με την αρχαία Περραιβία όπως παραδόθηκαν από τους αρχαίους ιστορικούς και μελετήθηκαν από τους επόμενους. Εστιάζουμε μόνο στις πενιχρές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων και στα δεδομένα που προκύπτουν από τη σύγχρονη έρευνα, καθώς αντανακλώνται, έστω διαθλασμένα, στοιχεία του παρελθόντος. Αρκεί, ασφαλώς, να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα δεδομένα που προκύπτουν δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενικά καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την υποκειμενικότητα τόσο των αρχαίων ιστορικών όσο και των σύγχρονων, ιδιαίτερα δε αν επιχειρήσουμε να προβούμε σε ερμηνείες. Πρέπει να θεωρήσουμε, ακόμη, τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την Περραιβία ως στοιχεία που αντανακλώνται στο χρονολογικό άξονα της ιστορίας, ο οποίος αναδύεται στα ομηρικά χρόνια και χάνεται στην εποχή του Βυζαντίου. Οι ήδη φωτεινές πτυχές του εν λόγω άξονα είναι ως ένα βαθμό μεταβαλλόμενες, ενώ από την έρευνα, ειδικά από την αρχαιολογική, εξακολουθούν να φωτίζονται νέες. Επιπλέον είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η γνώση μας για το παρελθόν του Ανθρώπου, γενικά, εκτός από διαστρεβλωμένη είναι και ελάχιστη, δεδομένου ότι ο χρόνος της ανθρώπινης ζωής στη γη ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, ενώ οι ιστορικές μαρτυρίες, υπό αυτό το πρίσμα, είναι πρόσφατες.
Βάσει του παραπάνω πλαισίου, λοιπόν, την αφετηρία των προβληματισμών για την ιστορία της αρχαίας Θεσσαλίας σηματοδοτεί η θεσσαλική οικιστική του ομηρικού Καταλόγου των Νέων, στον οποίο γίνεται αναφορά σε εννέα βασίλεια και τους ηγεμόνες τους που κατέλαβαν την έκταση της μετέπειτα Θεσσαλίας καθώς και έδαφος των περιοίκων λαών (Περραιβοί κ.ά.). Ορισμένες πόλεις έχουν ταυτιστεί επιτυχώς από την αρχαιολογική έρευνα, καθώς αποτελούσαν τους άμεσα προγόνους των πόλεων της κλασικής και ελληνιστικής εποχής, ενώ άλλες παραμένουν αταύτιστες. Μοιραία, εμπλέκεται και η μαρτυρία του Θουκυδίδη σχετικά με την έλευση και συγκέντρωση νέων πληθυσμιακών στοιχείων στη θεσσαλική πεδιάδα, καθώς μάς πληροφορεί ότι οι «Θεσσαλοί» μετά την άφιξή τους στις δυτικές υπώρειες της Θεσσαλικής πεδιάδας στη θέση της ομηρικής Άρνης, ανάγκασαν τους παλαιότερους κατοίκους τής θεσσαλικής πεδιάδας, του Βοιωτούς, να μεταναστεύσουν νοτιότερα στη Βοιωτία των ιστορικών χρόνων, εξήντα χρόνια μετά τα Τρωικά. Ο χρόνος της άφιξης των Θεσσαλών στη θεσσαλική πεδιάδα προσδιορίζεται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα.[2]
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως θολωτούς και κιβωτιόσχημους τάφους της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Στο νεκροταφείο του Αργυροπουλίου Τυρνάβου, όπου -σύμφωνα με τoν Α. Τζιαφάλια και την Ά. Ζαούρη- τοποθετείται η ομηρική Ηλώνη, κυριαρχούν οι θολωτοί τάφοι της Εποχής του Σιδήρου. Διαπιστώθηκε δε η καύση νεκρού σε ισχυρή ταφική πυρά που προηγήθηκε της κατασκευής του τάφου. Στη βόρεια Περραιβία οι κιβωτιόσχημοι τάφοι αποτελούν μοναδικό τύπο τάφου της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου που έχουν βρεθεί τα τελευταία έτη.[3]
Η οικιστική πραγματικότητα των ομηρικών βασιλείων, κατά τον 7ο αι. π.Χ., μεταβλήθηκε με τη δημιουργία αυτόνομων διοικητικών ενοτήτων με μικρότερη χωροταξική δικαιοδοσία. Οι αυτοδύναμες θεσσαλικές πόλεις αποτελούσαν τις έδρες των θεσσαλικών αριστοκρατικών οικογενειών που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και στρατιωτικές δυνάμεις με βάση το περίφημο θεσσαλικό ιππικό,[4] το οποίο ήταν ιδιαίτερα ξακουστό στον ελληνικό κόσμο.[5] Στο τέλος, περίπου, του 6ου αι. π.Χ. ο κυρίως θεσσαλικός χώρος οργανώθηκε διοικητικά σε τέσσερις «τετράδες»: την Πελασγιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα, την Ισταιώτιδα και τη Φθιώτιδα, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης της Θεσσαλίας κατά τους επόμενους αιώνες. Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη συγκεκριμένη διευθέτηση σε ένα μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλευάδων της Λάρισας, τον Αλεύα τον Πυρρό.[6] Ο Λυκόφρων, ο Ιάσων και ο Αλέξανδρος κυριαρχούσαν τη μετέπειτα περίοδο και οι δύο πρώτοι έφεραν τον τίτλο του ταγού. Ο ταγός, λοιπόν, ο οποίος κατείχε το ύψιστο ομοσπονδιακό αξίωμα, υπερτερούσε απέναντι στους τέσσερις πολεμάρχους, που από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. εξέλεγαν κάθε χρόνο οι τέσσερις περιοχές στις οποίες ήταν μοιρασμένες ο πληθυσμός και οι πόλεις.[7] Ο όρος «Θεσσαλία» προσδιόριζε γεωγραφικά είτε την περιοχή που περιλάμβανε τις τέσσερις θεσσαλικές «τετράδες» είτε συμπεριλάμβανε και τις περίοικες περιοχές μεταξύ των οποίων και την Περραιβία.[8] Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση αποτελεί εκείνη του Br. Helly (1937-), ο οποίος στην προσπάθειά του να διασαφηνίσει τους όρους «Θεσσαλός» και «θεσσαλικός» προσδιόρισε με τον όρο «Thessaloi» την πληθυσμιακή ομάδα των εισβολέων που ήλθε στη Θεσσαλία κατά την υπομυκηναϊκή περίοδο και με τον όρο «Thessaliens» προσδιόρισε το σύνολο των κατοίκων της Θεσσαλίας, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, με ιδιαίτερη αναφορά στους Περραιβούς, Αινιάνες κλπ.[9]
Η διοίκηση των «τετράδων» ενέπιπτε στην αρμοδιότητα ενός ανώτατου άρχοντα που έφερε τον τίτλο «άρχων», «αρχός» και «τέτραρχος».[10] Οι Περραιβοί, οι Αιάνες, οι Αχαιοί, οι Ίωνες, οι Λοκροί, οι Μαλλιείς, οι Μάγνητες, οι Φωκείς, οι Φθιώτες, οι Βοιωτοί, οι Δόλοπες-Δωριείς και οι Θεσσαλοί συμμετείχαν στην αμφικτυονία της Κεντρικής Ελλάδας, έχοντας δικαίωμα δύο ψήφων. Οι τελευταίοι, ωστόσο, κατά τον 6ο αι. π.Χ., επικρατούσαν στην επικυριαρχία του ιερού και της Αμφικτυονίας.[11] Έχει υποστηριχθεί δε ότι από τον 6ο αι. π.Χ. έως την εποχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, οι Θεσσαλοί ήλεγχαν και τους κατοίκους των γειτονικών, περίοικων, στην κυρίως Θεσσαλία περιοχών, δηλαδή τους Περραιβούς, τους Μάγνητες, τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Δόλοπες, τους Αινιάνες, τους Μαλιείς και τους Οιταίους. Πολλές περίοικες περιοχές διέθεταν αυτονομία αφού συνήθως αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς ως ανεξάρτητα έθνη, κόβουν δικά τους νομίσματα και αναφέρονται στους πρώιμους καταλόγους της Δελφικής Αμφικτιονίας.[12]
Οι Περραιβοί απαντώνται από τον Ηρόδοτο κατά την εκστρατεία του 480 π.Χ. στο πλαίσιο του δευτέρου Μηδικού Πολέμου, μεταξύ Ελλήνων και Περσών, όταν ο Ξέρξης δεν συνάντησε καμία δυσκολία στη Θεσσαλία προκειμένου να κατέλθει στις Θερμοπύλες για να αντιμετωπίσει, τελικά, τους τριακόσιους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα.

Εικόνα 4: Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. 1814. Leonidas at Thermopylae. Oil on canvas, 395 x 531 cm. Musée du Louvre, Paris (Wikipedia, http://goo.gl/SFZjXk)
Όταν είχε στρατοπεδεύσει στη Θέρμη πληροφορήθηκε πως από το στενό ανάμεσα από τον Όλυμπο και την Όσσα ρέει ο Πηνειός. Σκόπευε, δια μέσω του πάνω δρόμου από εκείνο το στενό, από τη Μακεδονία να φθάσει στη χώρα των Περραιβών.[13] Όταν, εν τέλει, ο μεγάλος βασιλεύς έστειλε τους κήρυκες στην Ελλάδα να ζητήσουν υποταγή, άλλοι γύρισαν με άδεια χέρια, ενώ μεταξύ εκείνων που παρέδωσαν γῆν καί ὕδωρ στους Πέρσες ήταν και οι Περραιβοί (7, 132).[14] Οι Θεσσαλοί, ακόμη, το 481 π.Χ., παρ’ όλο που είχαν συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους, τους Σπαρτιάτες, τους Βοιωτούς και τους Ευβοείς για την αντιμετώπιση του περσικού στρατού, τελικά «μηδίσανε».[15] Οι υπόλοιποι Έλληνες ορκίστηκαν εναντίον αυτών που υποτάχθηκαν ότι όταν σταθεροποιηθεί η κατάσταση θα καταβάλουν το δέκατο της περιουσίας τους στο θεό των Δελφών.[16]
Η Περραιβία και οι Περραιβοί αναφέρονται και από τον Θουκυδίδη (4, 78) όταν, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), ο Σπαρτιάτης Βρασίδας εκστράτευσε στη Μακεδονία προκειμένου να ενισχύσει το σύμμαχό του, βασιλιά της Μακεδονίας, Περδίκα Β΄. Ο ιστορικός αναφέρει ότι ο Βρασίδας ξεκίνησε από τη Μελίτεια, διήνυσε ολόκληρη την απόσταση μέχρι τη Φάρσαλο και στη συνέχεια από το Φάκιον προς την Περραιβία, όπου οι Θεσσαλοί που τον συνόδευαν τον αποχαιρέτησαν, ενώ οι Περραιβοί, οι οποίοι ήταν υπήκοοι των Θεσσαλών, τον συνόδευσαν με ασφάλεια μέχρι το Δίον, πόλη στην οποία επικρατούσε ο Περδίκκας και στη συνέχεια μέχρι τη Χαλκιδική.[17] Οι αρκετές πόλεις της θρακομακεδονικής ακτής που στράφηκαν με το μέρος του Βρασίδα, η ήττα στο Δήλιο και η πτώση της Αμφίπολης έφεραν τους Αθηναίους σε δύσκολη θέση και δέχθηκαν τις προτάσεις των Σπαρτιατών για ανακωχή το 423 π.Χ.[18] Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., ακόμη, ορισμένες θεσσαλικές πόλεις αποτέλεσαν πεδία πολιτικών συγκρούσεων, καταλήγοντας στη χειραφέτηση των πανεστών,[19] η οποία αποτελεί απόδειξη για την αυξημένη σημασία που απέκτησε το οπλιτικό πεζικό από τον 4ο αιώνα και μετά.[20]
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. φαίνεται πως έπαψε οριστικά το σύστημα των «τετράδων», όταν ο Φίλιππος Β΄ έθεσε υπό τον έλεγχό του τις πόλεις της Περραιβίας και της περραιβικής Τρίπολης, οριστικοποιώντας το τέλος της κυριαρχίας της Θεσσαλίας στην Περραιβία.[21]
Η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως δύο ανάγλυφα της Περραιβίας στα οποία απεικονίζεται η Απολλώνια Τριάδα, των προστάτιδων θεοτήτων: Απόλλωνα, Άρτεμης και Λητούς. Το πρώτο φέρει την επιγραφή Απόλλωνι Πυθίωι Αντιγόνα Ξενάρχου ανέθηκεν. Το δε δεύτερο ανάγλυφο περιλαμβάνει μία σημαντική για την Περραιβία επιγραφή στην οποία περιλαμβάνονται ονόματα πόλεων και αντιπροσώπων στη δελφική αμφικτυονία. Στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή στην οποία χρονολογείται η εν λόγω επιγραφή, η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο (πόλεις της περραιβικής Τρίπολης), απουσιάζουν από τον κατάλογο, επειδή, πιθανόν, ανήκαν πλέον στη Μακεδονία.[22] Ολόκληρη η Θεσσαλία, μάλιστα, από το 346 αναδιοργανώθηκε από τον Φίλιππό.[23]
Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. σημειώθηκε η μεγάλη ακμή της Αιτωλικής Συμπολιτείας, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε στο θεσσαλικό χώρο. Από το 279 π.Χ. η αιτωλική παρουσία ισχυροποιήθηκε στους Δελφούς. Η Θεσσαλοί, κατά τον 4ο αι. π.Χ. είχαν τον πρώτο λόγο στην Αμφικτυονία, κατέχοντας το μεγαλύτερο αριθμό των εδρών, όπως προκύπτει από τη μελέτη των καταλόγων της δελφικής Αμφικτυονίας. Οι Αιτωλοί κατάφεραν να εκχωρήσουν στον πολιτικό τους μηχανισμό τις περιοχές της Περραιβίας, της Θεσσαλιώτιδας, της Ιστιαιώτιδας και του ανατολικού τμήματος της Αχαΐας Φθιώτιδας, κατά τη διάρκεια του Δημητριακού και του Συμμαχικού πολέμου, 239-229 π.Χ. και 220-217 π.Χ. αντίστοιχα. Το 229 π.Χ. οι Αιτωλοί πήραν την έδρα των Περραιβών στο Αμφικτιονικό Συνέδριο. Το 206 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ συνέβαλε στην απώλεια των εδαφών της Αιτωλικής Συμπολιτείας, της Ιστιαιώτιδας, της Θεσσαλιώτιδας και της Περραιβίας. Από αναφορές του Πολυβίου, του Τίτου Λίβιου και από επιγραφές φαίνεται ότι την περίοδο της μετάβασης από τον 3ο στο 2ο αι. π.Χ. οι περιοχές από τον Όλυμπο έως τον Κορινθιακό Κόλπο (συμπεριλαμβανομένης της Περραιβίας), εκτός από τις περιοχές της ανατολικής Θεσσαλίας, την περιοχή της Μαγνησίας και της Πελασγιώτιδος, αποτελούσαν τμήμα της «Μεγάλης Αιτωλίας».[24]
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Μακεδονικού Πολέμου (215 – 205 π.Χ.), οι Ρωμαίοι σύναψαν συμμαχία με τους Αιτωλούς επειδή χρειάζονταν στρατό για να αντιμετωπίσουν το στρατό του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄ (211 π.Χ).[25] Με τη λήξη του πολέμου συνομολογήθηκε η ειρήνη της Φοινίκης, μετά τη σύναψη ξεχωριστής ειρήνης μεταξύ των Αιτωλών και του Φιλίππου, η οποία όμως δεν είχε διάρκεια,[26] δεδομένου της νέας κήρυξης πολέμου των πρώτων στη Μακεδονία, το 199 π.Χ.[27]
Ο Τίτος Λίβιος (64 π.Χ. – 17 μ.Χ.), στην ιστορία που συνέγραψε για τη Ρώμη, αναφερόμενος στο Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο (200 – 197 π.Χ.) εξιστορεί την επίθεση τριών χιλιάδων Αιτωλών με διακόσια άλογα στις περραιβικές πόλεις Μάλλοια και Χυρετείες, καθώς και τη λεηλασία των πόλεων της περραιβικής Τρίπολης.[28]
Το 198 π.Χ. ο ύπατος στρατηγός των Ρωμαίων Τίτος Φλαμινίνος, στις διαπραγματεύσεις του με τον Φίλιππό Ε΄, απαίτησε την εκκένωση της Ελλάδας, καθώς και της Θεσσαλίας η οποία αποτελούσε τμήμα της Μακεδονίας για εκατόν πενήντα χρόνια.[29] Στους Βίους, ο Πλούταρχος (περ. 50 – 120 μ.Χ.) αναφέρει πως ο Τίτος Φλαμινίνος, μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (197 π.Χ.) και την ήττα του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄, διακήρυξε την «ελευθερία» των Ελλήνων. Στα Ίσθμια, λοιπόν, στο στάδιο της Κορίνθου το 196 π.Χ., όπου πλήθος ανθρώπων παρακολουθούσε τους γυμνικούς αγώνες, ο Τίτος Κόιντος διακήρυξε πως «αφήνει ελεύθερους», χωρίς φρουρές και χωρίς φόρους, με τους πάτριους νόμους τους, τους Κορινθίους, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς, τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Μάγνητες, τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς» (10, 5-6).[30] Βέβαια, οι Έλληνες θεώρησαν ότι θα είναι ελεύθεροι και βάσει της αντίληψής τους για την ελευθερία θα επέστρεφαν στην παλιά τους συνήθεια να συγκρούονται μεταξύ τους. Όμως, η «ελευθερία» που τους παραχωρήθηκε ήταν συνυφασμένη με την υποχρέωσή τους προς τους Ρωμαίους για τα προνόμια που τους παρασχέθηκαν, καθώς και με την υπακοή τους στο νέο Ρωμαίο «πάτρωνα», στα ίδια πρότυπα με έναν υπόχρεο και ευγνώμονα ρωμαίο πελάτη.[31]
Μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων από τον Φλαμινίνο, το 196 π.Χ. οι Μακεδόνες υποχώρησαν και η Θεσσαλία έγινε ανεξάρτητη. Η Περραιβία αποτέλεσε την εποχή εκείνη αυτόνομο Κοινό.[32]
Ο Τίτος Λίβιος, στην περιγραφή των κινήσεων του μακεδονικού στρατού, αναφέρεται στην Περραιβία και την περραιβική Τρίπολη. Οι Μακεδόνες, μετά την Ελιμιώτιδα (Elimia), πέρασαν τα Καμβούνια (Cambunian) όρη από ένα στενό πέρασμα και κατήλθαν στην περιοχή που ονομάζεται Τρίπολη επειδή περιλάμβανε τρεις πόλεις: την Άζωρο, το Πύθιο και τη Δολίχη. Αυτές οι πόλεις, αρχικά, δίστασαν να πάρουν το μέρος των Μακεδόνων επειδή είχαν δώσει ομήρους στους Λαρισαίους. Τελικά, όμως, υπέκυψαν στους εκβιασμούς των Μακεδόνων, καθώς αντιμετωπίστηκαν από τους τελευταίους με εξαιρετική ευγένεια και οι Περραιβοί ακολούθησαν «το παράδειγμά τους» και δέχτηκαν την πρώτη προσέγγιση των Μακεδόνων, χωρίς δισταγμό.[33] Αναφέρεται, ακόμη, στο ρωμαϊκό συμβούλιο κατά το οποίο οι Ρωμαίοι εξέτασαν τα περάσματα από την Περραιβία προς τη Μακεδονία. Κατασκήνωσαν, λοιπόν, στο χώρο της Περραιβίας και συγκεκριμένα μεταξύ της Αζώρου και της Δολίχης, μέχρι που αποφάσισαν, τελικά, να φυλάξουν τη στενή διάβαση της Βολουστάνας (σ.σ Σαρανταπόρου) και άλλων περιοχών (Lapathus, Phila).[34]
Στην αρχή του ξεσπάσματος του Γ΄ Μακεδονικού Πολέμου (171-168 π.Χ.) το σχέδιο των Ρωμαίων φαινόταν ακόμη ημιτελές. Είχε ληφθεί μόνο η απόφαση ο στρατός να βαδίσει στο Πύθιο, το οποίο μαζί με τη Δολίχη και την Άζωρο συναποτελούσε την περραιβική Τρίπολη. Από το στενό πέρασμα των Βολουστάνων (Σαρανταπόρου) ο ύπατος Οστίλλιος επιχείρησε να εισβάλλει από την περραιβική Τρίπολη στη Μακεδονία κατά το πρώτο έτος του Γ΄ Μακεδονικού Πολέμου. Ο διάδοχός του όμως, ο Μάρκιος Φίλιππος, δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη οδό, ούτε και το στενό πέρασμα της Πέτρας, αν και το τελευταίο πιθανόν παρέμενε αφύλακτο από τη μακεδονική φρουρά. Οι Ρωμαίοι επέλεξαν να εισβάλλουν στη Μακεδονία και αφού καταλάβουν τα Τέμπη να εισβάλλουν μέσω αυτών. Το σχέδιό τους όμως εγκαταλείφθηκε. Οι Περραιβοί, οι οποίοι τελούσαν υπό την υπηρεσία των Ρωμαίων, κλήθηκαν στο συγκροτηθέν πολεμικό συμβούλιο ώστε να δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες καθώς ήταν γνώστες των τόπων και των πραγμάτων της περιοχής. Οι Ρωμαίοι έλαβαν πολλές εσφαλμένες αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο εισβολής τους στην Μακεδονία και οι απόπειρές τους δεν θα είχαν αποτέλεσμα εάν οι θεοί –αναφέρει ο Πολύβιος– «δεν είχαν αφαιρέσει το νου από τον μωρό και παραπληγικό βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και δεν είχαν τρέψει τον πιο ανάξιο βασιλιά απ’ όλους τους προηγούμενους ηγεμόνες της Μακεδονίας στις πιο καταστροφικές γι’ αυτόν αποφάσεις». Η τραγικότερη κίνηση του Περσέα ήταν η απογύμνωση των στενών περασμάτων που κάλυπτε η μακεδονική φρουρά, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα επισιτισμού των ρωμαίων στρατιωτών από τη Θεσσαλία που είχαν εγκλωβιστεί στο εχθρικό έδαφος της Πιερίας και κινδύνευαν να λιμοκτονήσουν. Από το Πύθιο της Περραιβίας ο Μάρκιος Φίλιππος μετέφερε τα στρατεύματά του στο οροπέδιο της σημερινής Καρυάς ώστε να κατέλθει στη Μακεδονία μέσω των Κανάλων και του Νεζερού. Αποτελεί δε παράδοξο το γεγονός ότι ο ύπατος δεν επέλεξε άλλα περάσματα του Ολύμπου προς την Πιερία τα οποία δεν θα επέφεραν αφενός μεγάλη ταλαιπωρία στο ρωμαϊκό στρατό αφετέρου δεν θα τον εξέθετε σε μεγάλο κίνδυνο.[35]

Εικόνα 5: Νόμισμα με τη μορφή του Περσέα στο Βρετανικό Μουσείο (Wikipedia, http://goo.gl/6uwjC8)
Το 168 π.Χ. ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος αποφάσισε να εισβάλλει στη Μακεδονία δια της κυκλικής κινήσεως εκ Περραιβίας προς τα στενά της Πέτρας, ώστε να επιτεθεί εκ των όπισθεν κατά του Περσέως, ο οποίος κατείχε το Δίον. Όμως το στενό της Πέτρας είχε καταληφθεί από τις μακεδονικές δυνάμεις και κατά συνέπεια ο ύπατος έπρεπε να ενεργήσει με ταχύτητα, μυστικότητα και εν καιρώ νυκτός να τους αιφνιδιάσει. Αποφάσισε, λοιπόν, να αιφνιδιάσει το μακεδονικό στρατό μέσω της συντομότερης οδού του Ηρακλείου (του σημερινού Πλαταμώνα) δια της Ζηλιάνας και ταχέως μετάβηκε την τρίτη ημέρα από την αναχώρησή του στο Πύθιο για την ανάπαυση του στρατεύματός του.[36] Στο δε Πύθιο της Περραιβίας το στράτευμα οδήγησε ο Νασικάς, ο γιος του Αιμίλιου Παύλου, και στη συνέχεια ο στρατός του ενώθηκε με εκείνον του πατέρα του.[37] Εν τέλει, στην Πύδνα, το 168 π.Χ., ο Μακεδόνας Βασιλιάς Περσέας ηττήθηκε υποτάσσοντας ολόκληρη την Ελλάδα οριστικά στους Ρωμαίους.
Σύμφωνα με τον F. Gschnitzer και βάσει των επιγραφικών μαρτυριών, οι πόλεις της Περραιβίας υφίσταντο έως τον 3ο αι. μ.Χ., ενώ περιελήφθησαν στην επικράτεια της Λάρισας επί της εποχής του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.), καθιερώνοντας την επαρχία της Θεσσαλίας.[38] Κατά τη χριστιανική περίοδο ο Προκόπιος αναφέρει μόνο την Ολοσσών την οποία μάλιστα δεν συγκαταλέγει στη Θεσσαλία, ενώ δεν γνωρίζουμε εάν αναφέρονται άλλες περραιβικές πόλεις.[39] Από τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα, όμως, ανακαλύφθηκε μικρό τείχος στην Ελασσόνα το οποίο χτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού.[40]
Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους η δυτική και βορειοδυτική Θεσσαλία, συμπεριλαμβανομένης την περιοχή της Περραιβίας, ανήκε στη Μεγάλη Βλαχία. Όπως προκύπτει από το «Χρονικόν του Μορέως» η περιοχή οροθετείτο από τον Όλυμπο, το σημερινό χωριό Κατάκαλη Γρεβενών, και την οροσειρά της Πίνδου που τη χώριζε από το Δεσποτάτο της Ηπείρου.[41]
[1] Marwick (1985), σ.σ. 11, 44-6.
[2] Κραβαρίτου (2012), σ.σ. 26-7.
[3] Τζιαφάλιας και Ζαούρη (1999), σ.σ. 145, 147.
[4] Κραβαρίτου (2012), σ. 28.
[5] Mosse (2009), σ. 339.
[6] Το πρόσωπο του Αλευά του Πυρρού κινείται μεταξύ μύθου και ιστορίας. Βλ. Κραβαρίτου (2012), σ. 33.
[7] Mosse (2009), σ. 339.
[8] Κραβαρίτου (2012), σ. 32.
[9] Κραβαρίτου (2012), σ. 33.
[10] Κραβαρίτου (2012), σ. 33.
[11] Γλωσσάρι (διαδικτυακές πηγές). Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού: «Αμφικτυονία ονομαζόταν η ένωση αρχαίων ελληνικών πόλεων – κρατών με κέντρο κάποιο ιερό. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της αμφικτυονίας εξελίχθηκε σταδιακά σε πολιτικός. Το 24μελές αμφικτυονικό συνέδριο και η αμφικτυονική εκκλησία ασκούσε τη διοίκηση της Αμφικτυονίας. Τα μέλη του συνεδρίου εκλέγονταν έπειτα από κλήρωση και αντιστοιχούσαν δύο μέλη από κάθε φυλή. Τη διοίκηση της Αμφικτυονίας ασκούσε το αμφικτυονικό συνέδριο και η αμφικτυονική εκκλησία. Το συνέδριο το συγκροτούσαν οι ιερομνήμονες, δηλαδή 24 μόνιμα μέλη που εκλέγονταν με κλήρωση από τις 12 φυλές της Αμφικτυονίας (δύο ψήφοι για κάθε φυλή), οι πυλαγόρες, ένας γραμματέας και ένας ιεροκήρυκας. Το συνέδριο σκόπευε στην προάσπιση των συμφερόντων των πόλεων που εκπροσωπούσε η Αμφικτυονία. Η έδρα βρισκόταν στο ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη, κοντά στις Θερμοπύλες. Έπειτα από τον πρώτο Ιερό Πόλεμο (590 π.Χ.), οι Αμφικτύονες πήραν τον έλεγχο του ιερού των Δελφών και των αγώνων και συνεδρίαζαν, πλέον, το φθινόπωρο (οπωρινή Πυλαία) στους Δελφούς και στην Ανθήλη την άνοιξη (ηρινή Πυλαία). Στην επικυριαρχία του ιερού και της Αμφικτυονίας, τον 6ο αι. π.Χ. επικρατούσαν οι Θεσσαλοί, κατά τους 5ο και 4ο αι. π.Χ. οι Σπαρτιάτες και μετά το 371 π.Χ. οι Βοιωτοί. Στη συνέχεια, μετά το 346 π.Χ., ο Φίλιππος, οι Αιτωλοί τον 3ο αι. π.Χ. και από το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι, ώσπου ο αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε νέα οργάνωση ενότητας των Ελλήνων, το Πανελλήνιο».
[12] Κραβαρίτου (2012), σ. 29.
[13] Βλάχος (2000), σ. 178.
[14] Ηρόδοτος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Σκαλίδου (1875). Ιστορίαι. Βιβλίον Έβδομον. Πολύμνια. Στο gutenberg.org: «131: ὁ μὲν δὴ περὶ Πιερίην διέτριβε ἡμέρας συχνάς· τὸ γὰρ δὴ ὄρος τὸ Μακεδονικὸν ἔκειρε τῆς στρατιῆς τριτημορίς, ἵνα ταύτῃ διεξίῃ ἅπασα ἡ στρατιὴ ἐς Πεῤῥαιβούς. οἱ δὲ δὴ κήρυκες οἱ ἀποπεμφθέντες ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπὶ γῆς αἴτησιν ἀπίκατο οἳ μὲν κεινοί, οἳ δὲ φέροντες γῆν τε καὶ ὕδωρ. 132: τῶν δὲ δόντων ταῦτα ἐγένοντο οἵδε, Θεσσαλοὶ Δόλοπες Ἐνιῆνες Πεῤῥαιβοὶ Λοκροὶ Μάγνητες Μηλιέες Ἀχαιοὶ οἱ Φθιῶται καὶ Θηβαῖοι καὶ οἱ ἄλλοι Βοιωτοὶ πλὴν Θεσπιέων τε καὶ Πλαταιέων. ἐπὶ τούτοισι οἱ Ἕλληνες ἔταμον ὅρκιον οἱ τῷ βαρβάρῳ πόλεμον ἀειράμενοι· τὸ δὲ ὅρκιον ὧδε εἶχε, ὅσοι τῷ Πέρσῃ ἔδοσαν σφέας αὐτοὺς Ἕλληνες ἐόντες μὴ ἀναγκασθέντες, καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων, τούτους δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ. τὸ μὲν δὴ ὅρκιον ὧδε εἶχε τοῖσι Ἕλλησι».
[15] Mosse (2009), σ. 240.
[16] Βλάχος (2000), σ. 179.
[17] Θουκυδίδης (αρχαίες πηγές), μτφρ. Βενιζέλος. Ιστορίαι. Βιβλίο Δ΄, παρ. 78. Στο Μικρός Απόπλους: «[4.78] καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐς Περραιβίαν. ἀπὸ δὲ τούτου ἤδη οἱ μὲν τῶν Θεσσαλῶν ἀγωγοὶ πάλιν ἀπῆλθον, οἱ δὲ Περραιβοὶ αὐτόν, ὑπήκοοι ὄντες Θεσσαλῶν, κατέστησαν ἐς Δῖον τῆς Περδίκκου ἀρχῆς, ὃ ὑπὸ τῷ Ὀλύμπῳ Μακεδονίας πρὸς».
[18] Mosse (2009), σ. 281.
[19] Οι πανέστες αποτελούσαν υποτελείς χωρικούς που οι Αρχαίοι τους συνέκριναν με τους είλωτες [βλ. Mosse (2009), σ. 339].
[20] Mosse (2009), σ. 339.
[21] Κραβαρίτου (2012), σ. 30.
[22] Μπάτζιου-Ευσταθίου (διαδικτυακές πηγές, 2012), Η Κοιλάδα των Τεμπών. Στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες.
[23] Mosse (2009), σ. 340.
[24] Τσαγκάρη (2004), σ.σ. 227-9.
[25] Mackay (2007), σ. 108.
[26] Walbank (1999), σ. 328.
[27] Mackay (2007), σ. 110.
[28] Titus Livius (αρχαίες πηγές). History of Rome. V.III. 10. Στο: Haystack. Electronic Literature Archive: «Meantime, Amynander, with the Athamanian troops, seized on Pellinaeus; while Menippus, with three thousand Aetolian foot and two hundred horse, marched into Perrhaebia, where he took Mallaea and Cyretiae by assault, and ravaged the lands of Tripolis».
[29] Mackay (2007), σ. 111.
[30] Πλούταρχος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μεταφραστική Ομάδα Κάκτου (1993). Βίοι Παράλληλοι. Φιλοποίμην – Τίτος Φλαμινίνος, σ.σ. 104-7.
[31] Mackay (2007), σ. 113.
[32] Κραβαρίτου (2012), σ. 31.
[33] Titus Livius (αρχαίες πηγές), The Supplement of J. Freinsheim (1761), σ.σ. 252-3.
[34] Titus Livius (αρχαίες πηγές), The Supplement of J. Freinsheim (1761), σ.σ. 308-9.
[35] Σωτηριάδης (1931), σ.σ. 5-10.
[36] Σωτηριάδης (1931), σ. 13.
[37] Πλούταρχος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μεταφραστική Ομάδα Κάκτου (1993). Βίοι Παράλληλοι. Αιμίλιος Παύλος – Τιμολέων, σ.σ. 60-3.
[38] Δεριζιώτης και Κουγιουμτζόγλου (2004), σ. 63.
[39] Δεριζιώτης και Κουγιουμτζόγλου (2006), σ.σ. 389-90 και Υποσημείωση 2: Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 4,3,8. J. Haury – G. Wirth (εκδ. Λειψία, 1964), στο «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».
[40] Δεριζιώτης και Κουγιουμτζόγλου (2004), σ. 64.
[41] Βλαχάκη (2006), σ. 489.