Η Περραιβία του μύθου και της λογοτεχνίας (Myth and Literature)
Οι μύθοι, που παραδόθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά, ήδη την εποχή της γραφής αποτυπώθηκαν με ποικίλους τρόπους στα αρχαία λογοτεχνικά και ιστορικά έργα με τέτοιον τρόπο ώστε είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς με απόλυτη ασφάλεια όλα τα μυθικά στοιχεία από εκείνα της ιστορίας. Σύμφωνα με τον Richard Buxton «Μύθος είναι μια παραδοσιακή ιστορία με κοινωνική ισχύ». Είναι, δηλαδή, μια αφήγηση γεγονότων δομημένων σε μια ακολουθία, μεταδίδονται από αφηγητή σε αφηγητή και συχνά από γενιά σε γενιά και, τέλος, οι αφηγήσεις καταλαμβάνουν σημαντική θέση μέσα στις κοινωνίες που τις αναδιηγούνται, ενσαρκώνοντας αξίες ατόμων, κοινωνικών ομάδων και ολόκληρων κοινοτήτων.[1] Οι μύθοι, λοιπόν, αποτελούν τμήμα της ιστορικής πορείας κάθε τόπου και κοινωνίας. Στην παρούσα μελέτη θα παραθέσουμε ορισμένες μυθολογικές εκδοχές που σχετίζονται με την Περραιβία και τη Θεσσαλία, καθώς η πρώτη σε πολλές περιπτώσεις εντάσσεται στο πλαίσιο της δεύτερης.
Η Περραιβία εκτεινόταν στις δυτικές και νότιες παρυφές του Ολύμπου. Είναι πιθανό οι Περραιβοί να είχαν ιδιαίτερη σχέση με το μυθικό όρος και τη θρησκευτική λατρεία στην αρχαιότητα, καθώς το όρος του Ολύμπου σχετίζεται με τον ολυμπιακό και με τον πελασγικό μύθο της δημιουργίας. Οι γονείς του πρώτου ανθρώπου επί της γης, του Πελασγού ο οποίος αναδύθηκε από το έδαφος της Αρκαδίας, η Ευρυνόμη και ο Οφίων εγκατέστησαν την οικία τους στον Όλυμπο.[2] Ο Ν. Γεωργιάδης (1830-1915) πίστευε πως η ελληνική θρησκεία καθιερώθηκε από τους Περραιβούς και τους Πιερείς, καθώς ο Όλυμπος δεν είναι το μοναδικό ελληνικό όρος το οποίο φέρει στοιχεία «άγριας ομορφιάς» και ευμετάβλητων καιρικών συνθηκών.[3]
Το όνομα «Πελασγός» φέρουν αρκετοί επιφανείς ήρωες τόσο της Πελοποννήσου όσο και της Θεσσαλίας, καθώς οι Πελασγοί θεωρούνται ότι κατέλαβαν τις εν λόγω περιοχές. Στη θεσσαλική μυθική παράδοση ο Πελασγός ήταν γιος της Λάρισας και του Ποσειδώνα. Μαζί με τους αδερφούς του, τον Αχαιό και τον Φθίο, εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους την Πελοπόννησο και κατέλαβαν τη Θεσσαλία η οποία έως τότε ονομαζόταν Αιμονία. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρία τμήματα και μοιράσθηκε στους τρεις αδερφούς. Κάθε τμήμα ονομάσθηκε αναλόγως από τον αρχηγό του: Αχαΐα, Φθιώτιδα και Πελασγιώτιδα. Η πέμπτη μετέπειτα γενιά των κατακτητών εκδιώχθηκε από τους Κουρήτες και τους Λέλεγες με αποτέλεσμα ένα μέρος των Πελασγών να μεταναστεύσει στην Ιταλία.[4]
Σύμφωνα με την έρευνα του Ν. Γεωργιάδη η Θεσσαλία ήταν η πανάρχαια κοίτη των πλείστων ελληνικών φυλών, οι οποίες αργότερα κατήλθαν νοτιότερα και κατοίκησαν στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ειδικότερα, οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας μνημονεύονται ως «Πελασγοί» και η Θεσσαλία ως «Πελασγικό Άργος». Κατά την κάθοδο των ελληνικών φυλών των Δωριέων, Μινυών, Αιολέων και Αχαιών ορισμένοι Πελασγοί παρέμειναν στη Θεσσαλία, ενώ άλλοι κατήλθαν νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο. Οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που κατόπιν ονομάστηκαν «Εστιαιώτιδα» και «Περραιβία». Οι Αιολείς κατοίκησαν στην άνω θεσσαλική πεδιάδα και καλούνταν «Αιολίδα», οι Αχαιοί κατέλαβαν τη Φθιώτιδα και οι Μινύες τις ακτές του Πελασγικού κόλπου όπου άκμασε η πρωτεύουσά τους η «Ιωλκός». Στη Φθιώτιδα, μάλιστα, βασίλευσε ο Δευκαλίων (υιός του Προμηθέως και της Κλυμένης) μαζί με τη σύζυγό του Πύρρα (θυγατέρα του Επιμηθέως και της Πανδώρας), γι’ αυτό η Θεσσαλία καλούνταν «Πυρραία» και «Πανδώρα». Ο υιός του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλλην, γι’ αυτό οι κατοικούντες όλων των φυλών στην ελληνική χερσόνησο ονομάστηκαν «Έλληνες» μετά τους ομηρικούς χρόνους (Θουκ. 1.3).[5]
Στο θεατρικό έργο Ικέτιδες (464-3 π.Χ.) του Αισχύλου (περ. 524-455 π.Χ.) απαντάται μια ρητή αναφορά στην Περραιβία μέσω του βασιλιά Πελασγού του Άργους. Έτσι, λοιπόν, στο πρώτο επεισόδιο του έργου, μετά τις συμβουλές του Δαναού προς τις κόρες του, Ικέτιδες, για να δείξουν σύνεση, κατέφθασε ο ντόπιος βασιλιάς Πελασγός, προκειμένου να εξετάσει την ικεσία των Δαναΐδων στους θεούς σχετικά με τη σωτηρία τους από τους γιους του Αιγύπτου –συγγενείς τους– που επιδίωκαν να τις παντρευτούν. Ο βασιλιάς συστήθηκε στο Χορό και επέδειξε τη μεγάλη επικράτειά του στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Μεταξύ των χωρών που εξουσίαζε ήταν και η χώρα των Περραιβών (στιχ. 256).[6] Ακόμη, στους Πέρσες του Αισχύλου, ο περσικός στρατός, μεταξύ των τόπων στους οποίους κατέφυγε μετά την ήττα του, αναφέρεται και ο τόπος της Θεσσαλίας επειδή είχε ταχθεί με το μέρος των Βαρβάρων.[7] Ο Αισχύλος, λοιπόν, περιλαμβάνει στο έργο του τη Θεσσαλία επειδή οι πληθυσμοί της, μεταξύ των οποίων και οι Περραιβοί, είχαν μηδίσει.
Η Περραιβία απαντάται στον ομηρικό ύμνο προς τον Απόλλωνα, όταν κατά την περιγραφή του ταξιδιού του θεού, περιλαμβάνεται και η χώρα των Περραιβών.[8] Απαντώνται έμμεσα και στα ορφικά κείμενα όταν ο μάντης Μόψος κατέφθασε από τον Τίταρον[9] για να συμμετάσχει στην Αργοναυτική Εκστρατεία.[10] Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία που προκύπτει από το Λεξικό του Ησύχιου (5ου αι. μ.Χ.) αφορά στο λήμμα «άζωρος» καθώς ο λεξικογράφος σημειώνει ότι σημαίνει τον εύκρατο οίνο και τον κυβερνήτη της Αργούς.[11] Στο λεξικό, του Σουίδα ή Σούδα (10ου αι. μ.Χ), ωστόσο, απαντάται ότι σημαίνει κύριο όνομα, καθώς επίσης και τον εύκρατο οίνο.[12] Είναι πιθανό, λοιπόν, ο μυθικός Άζωρος κυβερνήτης της Αργούς, αλλά και/ή ο εύκρατος οίνος να σχετίζονται με την πόλη της Αζώρου της Περραιβίας.
Ο δε Μόψος, μαζί με άλλους επιφανείς ήρωες –μεταξύ των οποίων και ο Λαπίθης Πειρίθους, τη σχέση του οποίου με την Περραιβία θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια– όπως παραδίδει και ο Οβίδιος Πούβλιος Νάζων (43 π.Χ. – 17 μ.Χ), συμμετείχε στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Επρόκειτο για ένα φοβερό τέρας που έστειλε η θεά Άρτεμις στην Καλυδώνα της Αιτωλίας για να σκοτώσει τους γεωργούς και να καταστρέψει τις σοδειές τους, επειδή ο Οινεύς -βασιλιάς της Καλυδωνίας- αμέλησε να συμπεριλάβει τη θεά στις ετήσιες θυσίες του προς τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. [13]

Εικόνα 2: Το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου σε μελανόμορφο αγγείο από τη Λακωνία, έργο του «Ζωγράφου του Ναύκρατη», Μουσείο του Λούβρου, περ. 555 π.Χ. (Wikipedia, http://goo.gl/09qpl)
Οι Λαπίθες σχετίζονται σε πολλές περιπτώσεις με την περιοχή της Περραιβίας. Ο Στράβων στα Γεωγραφικά (Θ, V.19) παραδίδει ότι οι Περραιβοί, αρχικά, κατοικούσαν κατά μήκος του Πηνειού από τη Γυρτώνη έως τη Θάλασσα, μέχρι τη στιγμή που ο Λαπίθης Ιξίων με τον υιό του Πειρίθου τούς ταπείνωσαν και τούς εκδίωξαν στο ποτάμι προς τα μεσόγεια, ενώ οι Περραιβοί κατείχαν ακόμη ορισμένες πεδιάδες κοντά στον Όλυμπο. Μετά την εκδίωξή τους οι Περραιβοί εγκαταστάθηκαν στα βουνά, στην Πίνδο και στα μέρη των Αθαμάνων και των Δολόπων. Τη χώρα των εναπομεινάντων Περραιβών κατέκτησαν οι γείτονές τους οι Λαρισαίοι εισπράττοντας φόρους από τους Περραιβούς μέχρι την εποχή που ο Μακεδόνας Φίλιππος κατέκτησε τα μέρη.[14]
Ο Πειρίθους, λοιπόν, ήταν ο γιος του Δία ή του Ιξίονα και βασιλιάς των Μαγνητών στις εκβολές του Πηνειού. Στο γάμο του με την Ιπποδάμεια προσκάλεσε όλους τους ολύμπιους θεούς εκτός από τον Άρη και την Έριδα. Λόγω των πολλών προσκεκλημένων στο γάμο του τα ξαδέρφια του, οι Κένταυροι,[15] καθώς και Θεσσαλοί πρίγκιπες, όπως ο Νέστορας και ο Καινεύς, κάθισαν σε μια σπηλιά. Οι Κένταυροι, οι οποίοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με το κρασί, μέθυσαν εύκολα και ο Εύρυτος ή Ευρυτίων όρμισε στη νύφη για να τη βιάσει, ακολουθώντας τη στάση του και οι υπόλοιποι Κένταυροι, οι οποίοι επιτέθηκαν σε όλες τις γυναίκες. Ακολούθησε μάχη και ο Πειρίθους, με σύμμαχο τον φίλο του τον Θησέα, έκοψε τα αυτιά και τη μύτη του Ευρυτίωνα, ενώ σκοτώθηκε ο Λαπίθης Καινεύς. Έτσι άρχισε η μακροχρόνια έχθρα Λαπιθών και Κενταύρων, η οποία ήταν αποτέλεσμα μηχανορραφίας του Άρη και της Έριδας.[16] Η δολοφονία του Καινέα, ακόμη, παραδίδεται και ως αποτέλεσμα υποκίνησης των Κενταύρων από το Δία, καθώς συμπεριφερόταν με αλαζονεία όταν έγινε βασιλιάς των Λαπιθών. Ο Δίας είχε μεταμορφώσει την ερωμένη του νύμφη Καινίδα σε άτρωτο πολεμιστή και άλλαξε το όνομά της στο αρσενικό: Καινεύς. Όταν ξεψύχησε ο Καινεύς με τρόπο ασφυκτικό αναδύθηκε ένα πουλί από το σωρό κορμών δέντρων, με τους οποίους οι Κένταυροι σκέπασαν το άψυχο σώμα του. Το πουλί αναγνωρίστηκε από τον μάντη Μόψο ως την ψυχή της Καινίδας, το σώμα της οποίας κατά την ταφή της επέστρεψε στην αρχική γυναικεία μορφή του.[17]

Εικόνα 3: Η υπ’ αριθμ 7 νότια μετώπη του Παρθενώνα. Μάχη Κενταύρων και Λαπιθών. Σχέδιο του Jacques Carrey, 1678[18] (http://goo.gl/V3AwV7)
Ο γιος του Πειρίθου, ο Πολυποίτης, όπως παραδίδεται στην Ιλιάδα του Ομήρου, μαζί με τον Λεονταία, ο οποίος ήταν γιος του Κόρωνου και αρχηγός Λαπιθών –ο δε Κόρωνος ήταν βασιλιάς των Λαπιθών την εποχή του Ηρακλή και γιος του Καινέα, ενώ έλαβε μέρος και στην Αργοναυτική Εκστρατεία–[19] συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο με σαράντα μαύρα καράβια. Γεννήθηκε τη μέρα που ο Πειρίθους τιμώρησε τους Κενταύρους εξορίζοντάς τους από το Πήλιο στους Αίθικες. Ηγήθηκε τους πολεμιστές από την Άργισσα, τη Γυρτώνη, καθώς και τους πολεμιστές της περραiβικής Όρθης και της Ολοσσώνας. Οι Περραιβοί και οι Αινιάνες συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο με κοινό αρχηγό, τον Γουνέα, ο οποίος καταγόταν από την Κύφο[20] και οδηγούσε εικοσιδύο πλοία. Οι Περραιβοί και οι Αινιάνες κατοικούσαν στην κακοχείμωνη Δωδώνη[21] και πότιζαν τους αγρούς τους από τον Τιταρήσιο,[22] τα καθαρά νερά του οποίου «αρνούνταν» να σμίξουν με τα θολά νερά του Πηνειού και «επέπλεαν», όπως το λάδι, στην επιφάνεια του ποταμού.[23] Στην Ιλιάδα, επίσης, ο Αχιλλέας επικαλείται στην προσευχή του τον Δία ως Πελασγικό που κατοικεί στην κακοχείμωνη Δωδώνη, όπου τριγύρω ζουν οι προφήτες του, οι Σελλοί.[24]
Ο Στράβων αναφέρει ότι κατά τον διωγμό των Περραιβών από τους Λαπίθες, τα ορεινά μέρη παρέμειναν στους Περραιβούς κοντά στον Όλυμπο και τα Τέμπη, όπως η Κύφος, η Δωδώνη και η περιοχή του Τιταρήσιου ποταμού που πηγάζει από το όρος Τιτάριο που συμφύεται με τον Όλυμπο. Επειδή οι Περραιβοί και οι Λαπίθες κατοικούσαν μαζί ο Σιμωνίδης τους αποκαλεί όλους Πελασγιώτες. Η Κύφος, ακόμη, αναφέρεται ως περραιβικό βουνό με οικισμό από τον Στράβωνα, στο οποίο παρέμειναν ορισμένοι Αινιάνες μετά το διωγμό τους από τους Λαπίθες.[25]
Με τον περραιβικό χώρο, ακόμη, σχετίζονται έμμεσα τόσο ο Πειρίθους του Κριτία (460-403 π.Χ.), όσο και ο Πειρίθους του Ευριπίδη (485-406 π.Χ.), καθώς ο Πειρίθους ήταν ο πατέρας του ομηρικού ηγέτη της Ολοσσώνας, Πολυποίτη. Ο πατέρας του Πειρίθου και παππούς του Πολυποίτη, ο Ιξίωνας, ο οποίος ήταν βασιλιάς των Λαπιθών, ήταν ο πρώτος δολοφόνος συγγενούς, καθώς και μέγιστος υβριστής, αφού επιχείρησε να ασελγήσει στην ίδια τη θεά Ήρα.[26] Στον Πειρίθου του Κριτία, έργο του οποίου σώζονται μερικά αποσπάσματα, περιγράφεται η βίαιη τιμωρία του Ιξίονα, ενώ στον Πειρίθου του Ευριπίδη η πράξη του Ιξίωνα περιγράφεται ως ιδιαίτερα αρνητική για τους Θεσσαλούς.[27]
Γενικότερα, το θεσσαλικό μυθολογικό υλικό, σημειώνει ο Χρήστος Ζαφειρόπουλος, προσέφερε το δραματικό χώρο, τους πρωταγωνιστές, αλλά και απλές αναφορές σε 128 έργα της κλασικής περιόδου (σωζόμενα και μη) του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Παραδόξως, όμως, η δραματική απεικόνιση των Θεσσαλών και της Θεσσαλίας, αναφέρεται ελάχιστα από την ογκωδέστατη διεθνή βιβλιογραφία. Τα θέματα των αθηναϊκών τραγωδιών, συνεχίζει ο ίδιος μελετητής, ήταν ανάγκη να διαδραματίζονται σε μυθικούς και μακρινούς από την Αθήνα τόπους ώστε να συζητηθούν και να επιλυθούν εκεί τα προβλήματα της αθηναϊκής κοινωνίας, εκτονώνοντας έτσι τις εντάσεις της στους κόλπους της δημοκρατίας.[28] Ενδεχομένως ο Χ. Ζαφειρόπουλος να είναι κοντά στην αλήθεια. Είναι γεγονός όμως ότι τα δεδομένα (αρχαιολογικά και λογοτεχνικά) επιδέχονται διάφορες ερμηνείες. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να λάβουμε υπ’ όψιν μας τη θεωρία της «Δομής της Αίσθησης» όπως την όρισε ο Raymond Williams η οποία αντιστοιχεί στην ιδιαίτερη αίσθηση που είχαν οι άνθρωποι σε διαφορετικές εποχές και εσωκλείει πάντοτε ορισμένα αδιαφανή στοιχεία για τις επόμενες γενιές. Τη βιωμένη, δηλαδή, αίσθηση των τρόπων με τους οποίους οι συγκεκριμένες δραστηριότητες συνέθεταν έναν τρόπο ζωής και σκέψης.[29] Κατά συνέπεια οι όποιες υποθέσεις που δύναται να διατυπωθούν παραμένουν απλώς υποθέσεις. Ειδικά δε όταν απουσιάζουν οι αντίστοιχες σαφείς πηγές οι υποθέσεις καθίστανται περισσότερο αίολες.
Παρομοίως, για το θέμα της ομηρικής περραιβικής Δωδώνης ο Κουν Βανχάγεντορεν ερμηνεύει τα σωζόμενα αποσπάσματα του Στράβωνα σχετικά με την τοποθέτηση του μαντείου της Δωδώνης σε θεσσαλική γη από τους συγγραφείς των Θεσσαλών τοπικής ιστορίας Σουίδα και Κινέα (4ου αι. π.Χ.)[30] ως μια προσπάθεια αντιστάθμισης της χρόνιας αρνητικής παράδοσης που έπληττε τη Θεσσαλία, ειδικά περί της δράσης των Θεσσαλών μαγισσών.[31] Πράγματι, ο Στράβων αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Σουίδα το μαντείο της Δωδώνης μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από την περιοχή της Σκοτούσσας, η οποία ανήκει σε περιοχή που λέγεται Θεσσαλία Πελασγιώτις, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποδώσει στους Θεσσαλούς μέρος της μυθολογίας.[32] Ο Κινέας, για τον Στράβωνα, «τα λέει πιο μυθικά», καθώς διατυπώνει πως το μαντείο μεταφέρθηκε από τη Σκοτούσσα στη Δωδώνη της Θεσσαλίας κι έπειτα στην Ήπειρο. Ωστόσο, όπως ο Στράβων έτσι και ο Στέφανος ο Βυζάντιος (5ος αι. μ.Χ.) στα Εθνικά για τη Δωδώνη παραπέμπει στον Σουίδα και τον Κινέα. Επειδή, όμως τα αντίστοιχα χωρία για τον Σουίδα διαφέρουν στα έργα των δύο συγγραφέων, του Στράβωνα και του Στεφάνου, είναι αμφίβολο εάν ο δεύτερος βασίστηκε για τις πληροφορίες του στον πρώτο. Οι πηγές τους είναι οι ίδιες, αλλά οι συγγραφείς είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Ο Στράβων ακολουθεί τον Ζηνόδοτο (325-260 π.Χ.), για τον οποίο η μαντεία καταγόταν από τη Δωδώνη και δεν συμφωνεί με τον Σουίδα και τον Κινέα, κατά τους οποίους η λατρεία μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο.[33]
Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η περραιβική Δωδώνη όντως υφίστατο ως μαντείο ή/ και πόλη μέχρι τα ομηρικά χρόνια ή μέχρι που οι Περραιβοί εκδιώχθηκαν από τους Λαπίθες και ίδρυσαν στην Ήπειρο το νέο μαντείο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Όμηρος αναφερόταν απλώς στο όρος των Καμβουνίων. Ο Ν. Γεωργιάδης, για παράδειγμα, τοποθέτησε δεξιά της όχθης του Τιταρήσιου, κοντά στο χωριό Κλίκοβο (σ.σ. σημερινό Σαραντάπορο) όπου ανευρίσκονται ερείπια κυκλώπειων τειχών την περραιβική δυσχείμερη Δωδώνη. Επικρίνει δε τους γεωγράφους της εποχής του (Glaubry) οι οποίοι αρνούνταν την ύπαρξη της θεσσαλικής Δωδώνης στην οποία λατρευόταν ο Δωδωναίος Πελασγικός Ζευς που επικαλείται ο Αχιλλέας στην προσευχή του. Επικαλείται, ακόμη, τα θεσσαλικά νομίσματα (Mionnet), τα οποία έφεραν την προτομή του Δωδωναίου Διός εστεμμένου με κλώνους δρυός.[34]
Μέχρι σήμερα, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έφερε στο φως στοιχεία που να συνηγορούν στη ύπαρξη δωδωνιαίου μαντείου στην Περραιβία, ενώ η χρήση του χώρου της ηπειρωτικής Δωδώνης επιβεβαιώθηκε ήδη από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία και ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού.[35] Δικαιολογημένα, όμως, οι αναφορές στη θεσσαλική Δωδώνη ενισχύουν την άποψη για την ύπαρξή της στον περραιβικό χώρο με κάποια μορφή σε κάποια χρονική περίοδο. Εξάλλου ο Στράβων, ο οποίος δεν συμφωνεί με τον Σουίδα και τον Κινέα, συνέγραψε το έργο του περίπου τρεις αιώνες αργότερα από τους Θεσσαλούς συγγραφείς.
[1] Buxton (2004), σ. 18.
[2] Graves (1979), τ. Α, σ. 3.
[3] Γεωργιάδης (1880), σ. 17.
[4] Grimal (1991), σ.σ. 545-6.
[5] Γεωργιάδης (1880), σ.σ. 85-6.
[6] Ασχύλος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μαυρόπουλος (2007), Ικέτιδες, στιχ. 250-259, σ.σ. 94-97: «τοῦ γηγενοῦς γάρ εἰμ’ ἐγὼ Παλαίχθονος ἶνις Πελασγός, τῆσδε γῆς ἀρχηγέτης. ἐμοῦ δ’ ἄνακτος εὐλόγως ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν τήνδε καρποῦται χθόνα. καὶ πᾶσαν αἶαν, ἧς δι’ ἁγνὸς ἔρχεται Στρυμών, τὸ πρὸς δύνοντος ἡλίου, κρατῶ. ὁρίζομαι δὲ τήν τε Περραίβων χθόνα, Πίνδου τε τἀπέκεινα, Παιόνων πέλας, ὄρη τε Δωδωναῖα. συντέμνει δ’ ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης: τῶνδε τἀπὶ τάδε κρατῶ».
[7] Ζαφειρόπουλος (2008), σ. 157.
[8] Ομηρικοί Ύμνοι (αρχαίες πηγές). Προς Πύθιο Απόλλωνα, στιχ. 214-219: «῎Η πού τή γῆ περπάτησες ἑκατηβόλε ᾿Απόλλων / σάν ἄρχισες γυρεύοντας χρηστήριο στούς ἀνθρώπους. / Στήν Πιερία στήν ἀρχή ἀπ᾿ τόν ῎Ολυμπο ἐκατέβης / τό Λέκτο τόν ἀμμουδερό παρέκαμψες / καί τούς Αἰνιᾶνες, μέσα ἀπ᾿ τῶν Περραιβῶν τή χώρα, / κι εὐθύς στήν ᾿Ιωλκό ἀφίχθης / καί στό Κηναῖο τῆς καραβοξακουσμένης Εὔβοιας ἀποβιβάστης».
[9] Ο Τιταρήσιος αποτελεί σημαντικό παραπόταμο εβδομήντα χιλιομέτρων του Πηνειού ποταμού. Πηγάζει από τις δυτικές κλιτύες του Ολύμπου, κατευθύνεται δυτικά, νοτιοδυτικά και συμβάλλει με τον Πηνειό. Βλ. Χάρτη (εικόνα 1) «Part of Reference Map of Ancient Greece». Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Περραιβοί και οι Αινιάνες πότιζαν τους αγρούς τους από τον Τιταρήσιο (βλ. παρακάτω στην παρούσα μελέτη).
[10] Τα Ορφικά (αρχαίες πηγές). Γενική Εισαγωγή Πασσά, Ι. σ.σ. 138, 172 «Έπειτα ανεγνώρισα τον Κάστορα, τον ιπποδαμαστήν, και τον Πολυδεύκη και τον Μόψον από τον Τίταρον, τον οποίο η Αρηγονίς, αφού ενυμφεύθη τον Άμπυκα, εγένησε κάτω από την Χαονίαν βαλανιδιά» […] «Και τότε λοιπόν εφώναξεν εις το μέσον όλων των ηρώων ο Μόψος –διότι αυτός τα έμαθεν αυτά από την ιδικήν του μαντικήν τέχνην – δια να παρακαλέσουν εμέ, ενώ θα εβάδιζον εις την εκτέλεσιν του έργου».
[11] Ησύχιος (αρχαίες πηγές), επιμ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (2004). Λεξικόν, σ. 90.
[12] Σουίδας (αρχαίες πηγές), μτφρ. Bekkeri (1854). Λεξικό, σ. 31.
[13] Οβίδιος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Παπαγεωργίου και Παπαφωτίου (1886). Μεταμορφώσεις, σ.σ. 142-64. Βλ. και Graves (1979), τ. Β, σ.σ. 313-9.
[14] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικά, βιβλίο Θ, V.19. Στο ΒΙΚΙΘΗΚΗ: «Ταύτην τὴν χώραν πρότερον μὲν ὤικουν Περραιβοί, τὸ πρὸς θαλάττηι μέρος νεμόμενοι καὶ τῶι Πηνειῶι μέχρι τῆς ἐκβολῆς αὐτοῦ καὶ Γυρτῶνος πόλεως Περραιβίδος […]».
[15] Οι Κένταυροι παραδίδονται ως απόγονοι του Ιξίονα και κατά συνέπεια ως συγγενείς των Λαπιθών. Όταν ο Ιξίων βίασε το μεταμορφωμένο σύννεφο της θεάς Ήρας, το οποίο κατασκεύασε ο Δίας και ονομάστηκε Νεφέλη, γεννήθηκε ο απόβλητος Κένταυρος, ο οποίος έσπειρε σε φοράδες της Μαγνησίας τους αλογοκένταυρους, ο επιφανέστερος των οποίων ήταν ο Χείρων. Βλ. Graves (1979), τ. Β, σ. 240.
[16] Graves (1979), τ. Β, σ.σ. 440-1. Βλ. επίσης, Διόδωρος Σικελιώτης (αρχαίες πηγές), μτφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (1997). Βιβλιοθήκης Ιστορικής (§ 69-70), σ.σ. 214-9.
[17] Graves (1979), τ. Β, σ.σ. 309-10.
[18] Οι 32 μετώπες της νότιας πλευράς του Παρθενώνα απεικονίζουν σκηνές από την Κενταυρομαχία. Η υπ’ αριθμ. 7 μετώπη, όπως πιθανολογούν ορισμένοι μελετητές, απεικονίζει το βασιλιά των Λαπιθών, Πειρίθου. Βλ. Χωρέμη – Σπετσιέρη (2004), σ.σ. 41-47, 60.
[19] Grimal (1991), σ.σ. 370, 400.
[20] Ο Ν. Γεωργιάδης ταύτισε την κορυφή «Αμάρμπεϊ» (όρος στο οποίο βρίσκεται σήμερα η σημερινή κοινότητα Σαρανταπόρου) βασιζόμενος στον Στράβωνα, με το περραιβικό όρος «Κύφος» στις παρυφές του οποίου οργανώθηκαν οι περραιβικές πόλεις της Κύφου και της Δωδώνης. Επέκρινε, μάλιστα, τον περιηγητή Heuzey ο οποίος όρισε την Κύφο στην ανατολική πλευρά του Ολύμπου, καθώς και τον περιηγητή Kiepert ο οποίος τοποθέτησε την Κύφο στα Χασιώτικα όρη [βλ. Γεωργιάδης (1880), σ. 17].
[21] Για τη θεσσαλική Δωδώνη βλ. παρακάτω στην παρούσα μελέτη.
[22] Ο Τιταρήσιος αποτελεί σημαντικό παραπόταμο εβδομήντα χιλιομέτρων του Πηνειού ποταμού. Πηγάζει από τις δυτικές κλιτύες του Ολύμπου, κατευθύνεται δυτικά, νοτιοδυτικά και συμβάλλει με τον Πηνειό. Βλ. Χάρτη (εικόνα 1) «Part of Reference Map of Ancient Greece».
[23] Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Β΄, στιχ. 738-55: «Οἳ δ᾽ Ἄργισσαν ἔχον καὶ Γυρτώνην ἐνέμοντο,/ Ὄρθην Ἠλώνην τε πόλιν τ᾽ Ὀλοοσσόνα λευκήν, / τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης / υἱὸς Πειριθόοιο τὸν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς·/ τόν ῥ᾽ ὑπὸ Πειριθόῳ τέκετο κλυτὸς Ἱπποδάμεια / ἤματι τῷ ὅτε Φῆρας ἐτίσατο λαχνήεντας, / τοὺς δ᾽ ἐκ Πηλίου ὦσε καὶ Αἰθίκεσσι πέλασσεν· / οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος / υἱὸς ὑπερθύμοιο Κορώνου Καινεΐδαο·/ τοῖς δ᾽ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο. / Γουνεὺς δ᾽ ἐκ Κύφου ἦγε δύω καὶ εἴκοσι νῆας·/ τῷ δ᾽ Ἐνιῆνες ἕποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοὶ / οἳ περὶ Δωδώνην δυσχείμερον οἰκί᾽ ἔθεντο / οἵ τ᾽ ἀμφ᾽ ἱμερτὸν Τιταρησσὸν ἔργα νέμοντο / ὅς ῥ᾽ ἐς Πηνειὸν προΐει καλλίρροον ὕδωρ, / οὐδ᾽ ὅ γε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, / ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ᾽ ἔλαιον / ὅρκου γὰρ δεινοῦ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ».
[24] Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Π΄, στιχ 233-5: «Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικὲ τηλόθι ναίων/ Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ/ σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι». Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) στο Λεξικό του ορίζει τους Σελλούς ως έθνος στη Δωδώνη ή γενικά τους φτωχούς [βλ. Ησύχιος, επιμ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, (2004). Λεξικόν]. Ο λεξικογράφος Σουίδας (10ος αι. μ.Χ.), παραπέμπτοντας στον Όμηρο, αναφέρει τους Σελλούς ως έθνος [βλ. Σουίδας, μτφρ. Bekerri (1854). Λεξικό, σ. 943]. Αν υποθέταμε πως η πρώην ονομασία «Σέλος» της σημερινής κοινότητας του Πυθίου (η «κοινότητα Σέλου» το 1928 μετονομάσθηκε σε «κοινότητα Πυθίου», όπως και ο ομώνυμος συνοικισμός «Σέλος» μετονομάσθηκε σε «Πύθιο» [ΦΕΚ Α, 156/1928, σ. 1229, βλ. Αναζήτηση Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (διαδικτυακές πηγές), στο Εθνικό Τυπογραφείο], οι αρχαιολογικοί χώροι της οποίας έχουν ταυτισθεί με τη θέση της αρχαίας πόλης του Πυθίου της περραιβικής Τρίπολης, σχετίζεται με τους ομηρικούς Σελλούς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ίδια την προφορική παράδοση η οποία σ’ αυτήν την περίπτωση απέρριψε τη μεταγενέστερη, θεωρητικά, ονομασία του Πυθίου και διέσωσε εκείνη των Σελλών, για τους οποίους η έρευνα δεν έφερε στο φως γραπτές μαρτυρίες που να τεκμηριώνουν οποιοδήποτε συσχετισμό.
[25] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικών Θ, V.20. Στο ΒΙΚΙΘΗΚΗ: «[…]καὶ τὸ ἐνταῦθα Περραιβικὸν ὑπὸ τούτοις τετάχθαι ὡς ἐπὶ πλέον, τὰ δ᾽ ὀρεινότερα χωρία πρὸς τῶι Ὀλύμπωι καὶ τοῖς Τέμπεσι τοὺς Περραιβούς, καθάπερ τὸν Κύφον καὶ τὴν Δωδώνην καὶ τὰ περὶ τὸν Τιταρήσιον, ὃς ἐξ ὄρους Τιταρίου συμφυοῦς τῶι Ὀλύμπωι […] Διὰ δὲ τὸ ἀναμὶξ οἰκεῖν Σιμωνίδης Περραιβοὺς καὶ Λαπίθας καλεῖ τοὺς Πελασγιώτας ἅπαντας». Θ, V.22: «Οἱ μὲν οὖν Αἰνιᾶνες οἱ πλείους εἰς τὴν Οἴτην ἐξηλάθησαν ὑπὸ τῶν Λαπιθῶν, κἀνταῦθα δὲ ἐδυνάστευσαν ἀφελόμενοι τῶν τε Δωριέων τινὰ μέρη καὶ τῶν Μαλιέων μέχρι Ἡρακλείας καὶ Ἐχίνου, τινὲς δ᾽ αὐτῶν ἔμειναν περὶ Κύφον, Περραιβικὸν ὄρος ὁμώνυμον κατοικίαν ἔχον».
[26] Ο Δίας όχι μόνο δεν τιμώρησε τον Ιξίονα επειδή δολοφόνησε τον πεθερό του, Ηιονέα, αλλά τον εξάγνισε από το έγκλημά του. Δεν ανέχτηκε όμως την προσβολή από την ασέλγεια του Ιξίονα στη σύζυγό του, την Ή¨Ηρα. Βίασε, τελικά, ένα σύννεφο με την όψη της Ήρας που κατασκεύασε ο Δίας και αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης ήταν η γέννηση του πρώτου Κενταύρου. Ο Ιξίων στη μεταθανάτια ζωή του θα τοποθετούνταν σε έναν τροχό ο οποίος θα γύριζε αιωνίως στον αέρα. Προβάλλονται έτσι οι συμπεριφορές των ανθρώπων που εξόργιζαν του θεούς και σχετίζονταν με την προσβολή των ίδιων των θεών. Βλ. Buxton (2005), σ. 89 και Graves (1979), τ. Β, σ. 240.
[27] Ζαφειρόπουλος (2008), σ. 157.
[28] Ζαφειρόπουλος (2008), σ.σ. 153, 157.
[29] Williams (1994), σ.σ. 145-7.
[30] Ο Σουίδας και ο Κινέας συνέγραψαν τα Θεσσαλικά. Βλ. Στράβων (αρχαίες πηγές), μτφρ. Θεοδωρίδης (2004). Γεωγραφικών Ζ, σ. 234, σημ. 304.
[31] Βανχάγεντορεν (2008), σ. 173.
[32] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικών Ζ, VII.12. Στο ΒΙΚΗΘΗΚΗ: «Κατ᾽ ἀρχὰς μὲν οὖν ἄνδρες ἦσαν οἱ προφητεύοντες· καὶ τοῦτ᾽ ἴσως καὶ ὁ ποιητὴς ἐμφαίνει· ὑποφήτας γὰρ καλεῖ, ἐν οἷς τάττοιντο κἂν οἱ προφῆται· ὕστερον δ᾽ ἀπεδείχθησαν τρεῖς γραῖαι, ἐπειδὴ καὶ σύνναος τῶι Διὶ προσαπεδείχθη καὶ ἡ Διώνη. Σουίδας μέντοι Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος, ἐκεῖθέν τέ φησιν εἶναι τὸ ἱερὸν μετενηνεγμένον ἐκ τῆς περὶ Σκοτοῦσσαν Πελασγίας· ἔστι δ᾽ ἡ Σκοτοῦσσα τῆς Πελασγιώτιδος Θετταλίας· συνακολουθῆσαί τε γυναῖκας τὰς πλείστας, ὧν ἀπογόνους εἶναι τὰς νῦν προφήτι δας· ἀπὸ δὲ τούτου καὶ Πελασγικὸν Δία κεκλῆσθαι· Κινέας δ᾽ ἔτι μυθωδέστερον».
[33] Στράβων (αρχαίες πηγές), μτφρ. Θεοδωρίδης (2004). Γεωγραφικών Ζ, Αποσπάσματα από το έβδομο βιβλίο, σ. 157 και σ. 234, σημ. 1.
[34] Γεωργιάδης (1880), σ. 273.
[35] Δωδώνη(διαδικτυακές πηγές). Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.