Εισαγωγή (Introduction)
Για την περραιβική Τρίπολη θα εστιάσουμε στις γραπτές πηγές, στις αναφορές των περιηγητών των προηγούμενων αιώνων και στα συμπεράσματα της αρχαιολογικής έρευνας. Ας έχουμε υπόψη, όμως, ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα επιδέχονται διάφορες ερμηνείες από τους αρχαιολόγους και στο μέλλον ενδέχεται να διατυπωθούν νέες θεωρίες, οι οποίες θα προκύπτουν από τα ίδια δεδομένα. Για παράδειγμα, οι διαδικαστικοί αρχαιολόγοι θα εστιάσουν στα αίτια που προκάλεσαν τις διαδικασίες μεταβολής ενός αρχαίου πολιτισμού (π.χ. της Περραιβίας), θα δώσουν λιγότερη σημασία στα τεχνουργήματα και θα θεωρήσουν τον πολιτισμό ως ένα σύστημα, διαιρεμένο σε υποσυστήματα (π.χ. το κοινωνικό, της επιβίωσης, των επικοινωνιών, της μεταλλουργίας, το τεχνολογικό, του εξωτερικού εμπορίου, του πληθυσμού). Θα εφαρμόσουν τις θετικές επιστήμες και θα δώσουν έμφαση στην αλληλεπίδραση των υποσυστημάτων, καθώς θεωρούν ότι από αυτήν επέρχεται η ανάπτυξη και η μεταβολή ενός πολιτισμού.[1] Οι μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι θα δώσουν έμφαση στην ατομική αντίληψη των αιτιών και θα δεχτούν εν μέρει τον έλεγχο της θεωρίας έναντι των δεδομένων, με την προϋπόθεση ότι οι ίδιες οι θεωρίες είναι ανεπαρκείς σε σχέση με άλλες θεωρίες και ότι οι παλαιότερες θεωρίες αφήνουν πολλά από τα δεδομένα ανεξήγητα σε σχέση με νέες θεωρίες. Ο υλικός πολιτισμός, ο οποίος δημιουργήθηκε από τα άτομα και όχι από ένα κοινωνικό σύστημα και δεν αντανακλά παθητικά την κοινωνία αλλά τη δημιουργεί μέσω των πράξεων των ατόμων που έχουν τις προθέσεις, είναι νοηματοδοτημένος, περιλαμβάνει ορισμένες πτυχές που είναι μη αναγώγιμες και ο αρχαιολόγος καλείται να τις ερμηνεύσει. Το άτομο αποτελεί μέρος των θεωριών για τον υλικό πολιτισμό και την κοινωνική αλλαγή και προβάλλουν το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Οι μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι θα δώσουν έμφαση στη σχέση των ατόμων με τη χρήση των αντικειμένων, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται οι ιδέες, οι πεποιθήσεις και τα νοήματα.[2]
Η περραιβική Τρίπολη αποτελούνταν από τρεις πόλεις: την Άζωρο, τη Δολίχη και το Πύθιο. Κατά την αρχαιότητα περιλάμβανε τη βορειότερη περιοχή της Περραιβίας, όπου σήμερα τοποθετούνται οι αντίστοιχες ομώνυμες κοινότητες στο βόρειο τμήμα του νομού Λάρισας (επαρχία Ελασσόνας). Οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης αποτελούσαν συνάμα το οχύρωμα των σημαντικότερων περασμάτων από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία και αντίστροφα και η διεκδίκηση της περραιβικής Τρίπολης από τους Μακεδόνες ενίσχυαν τη στρατηγική σημασία της περιοχής λόγω των κρίσιμων διαβάσεών της. Ορισμένες βασικές διαβάσεις, στις οποίες οι Τριπολίτες, στις δυτικές παρυφές του Ολύμπου, στάθηκαν κύριοι φύλακες ήταν η στενή διάβαση της Πέτρας και του Άγιου Δημητρίου (περάσματα που οδηγούν στην Πιερία), η στενή διάβαση της Βολουστάνας ή Σαρανταπόρου (πέρασμα που οδηγεί στην αρχαία Ελιμιώτιδα, -ν. Κοζάνης), καθώς και η διάβαση από την Άζωρο προς την Καλαμπάκα, η οποία οδηγεί στο νομό Τρικάλων -αρχαία Εστιαιώτιδα. Ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν την αρχαία πόλη του Πυθίου ως τη σημαντικότερη της περραιβικής Τρίπολης, στη συνέχεια την Άζωρο και τρίτη τη Δολίχη.[3] Και σ’ αυτό το σημείο, βέβαια, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για να διατυπώσουμε παρόμοια άποψη, καθώς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε επακριβώς τις πεποιθήσεις των αρχαίων, ενώ και τα δεδομένα που ανήλθαν από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι σχετικά πενιχρά.
Από την αρχαιολογική συλλογή της πόλης της Ελασσόνας προκύπτει μια επιγραφή που χρονολογείται ανάμεσα στο 375 και το 350 π.Χ. και περιέχει έναν κατάλογο των περραιβικών πόλεων, όπου αναφέρονται κατά σειρά οι Ολοσσών, Φάλαννα, Μύλλαι (σημερινό Δαμάσι), Χυρετίαι (σημερινό Δομένικο), Ερεικίνιο (σημερινό Βλαχογιάννι), Μάλλοια (σημερινό Παλιόκαστρο), Μονδαία (σημερινό Λουτρό) και Γόννοι. Οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης (Άζωρος, Δολίχη, Πύθιο) απουσιάζουν.[4] Η απουσία της Αζώρου, της Δολίχης και του Πυθίου από τον πίνακα των περραιβικών πόλεων, κατά τον 4ο αι. π.Χ., καθώς και η επίλυση των διαφορών μεταξύ Ελιμιωτών και Δολιχαίων από τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αμύντα Γ΄ (390-370 π.Χ.), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περραιβική Τρίπολη, εκείνη την περίοδο, βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων.[5]
Οι ιδιαίτερες για τη σπουδαιότητά τους επιγραφές, που έχουν βρεθεί από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, τεκμηριώνουν πλήρως την ομοσπονδία των τριών αυτών πόλεων, η ακμή των οποίων εντοπίζεται μεταξύ 5ου έως 3ου αι. π.Χ. Το Κοινό των Τριπολιτών, που ίδρυσαν οι τρεις πόλεις, περιλάμβανε έναν επικεφαλής στρατηγό, κοινό στρατό, νομίσματα, λατρείες και γιορτές.[6]
Ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα που ανήλθε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή της περραιβικής Τρίπολης αποτελεί το νόμισμα (εικόνα 6), το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και απεικονίζει στη μια όψη τριποδικό λέβητα με την επιγραφή «Τριπολιτάν» και στην άλλη όψη απεικονίζει κεφαλή δαφνοστεφανομένου Απόλλωνα.[7]
Εικόνα 6: Νόμισμα της περραιβικής Τρίπολης (τέλη 4ου αι. π.Χ.)
Ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος (1874-1942) μάς κληροδότησε, μεταξύ των άλλων, και την περίφημη Προσωπογραφία Τριπολιτών Περραιβών.[8] Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο παραθέτει αλφαβητικά τα πρόσωπα που προέκυψαν από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στο χώρο της περραιβικής Τρίπολης (Αζώρου, Δολίχης και Πυθίου). Δημοσίευσε, ακόμη, το αρχαιολογικό υλικό στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του έτους 1913, το οποίο περισυνέλεξε από τα διεσπαρμένα αρχαιολογικά μνημεία της Περραιβίας και της άνω Εστιαιώτιδος. Αναφέρεται σε σύνολο εκατόν τριάντα δύο αρχαίων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται δύο πίθοι που σώθηκαν σε αρχαϊκή πόλη κοντά στην Τσαριτσάνη. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο ένας πίθος έφερε τέσσερα αρχαϊκά γράμματα των λεγόμενων Κρητικών ιερογλυφικών του προελληνικού αλφαβήτου. Ο Αρβανιτόπουλος συγκέντρωσε τα αρχαία αντικείμενα στο πρώτο μουσείο των απελευθερωμένων χωρών, στην Ελασσόνα, το οποίο προέκυψε από την αλλαγή χρήσης του οικοδομήματος στο οποίο στεγαζόταν το πρώην τουρκικό τελωνείο. Ειδικότερα αναφέρει ότι στο μουσείο αντιπροσωπεύονται οι πόλεις της άνω Εστιαιώτιδος, της περραιβικής Τριπόλεως (η Δολίχη -Παλαίκαστρον προς ν. Βουβάλας -σ.σ. σημερινής Αζώρου- η Άζωρος -Καστρί νοτόθεν της Δούκλιστας -σ.σ. σημερινής Δολίχης- και το Πύθιο -Κάστρο παρά το Σέλος -σ.σ. σημερινού Πυθίου) και της Περραιβίας -η Ολοσσών και η άγνωστη πόλη της Τσαριτσάνης. Τέλος, συνοψίζει τα ακίνητα μνημεία της Περραιβίας και συγκεκριμένα ένα καμαρωτό μεγάλο τύμβο στο Παλαιόκαστρο της Βουβάλας (σ.σ. σημερινής Αζώρου), ένα μεγάλο θολωτό τάφο στην άγνωστη πόλη της Τσαριτσάνης, τάφους των ιστορικών χρόνων στην Ελασσόνα και ερείπια ναού στην Τοπόλιανη του Ολύμπου (σ.σ. νότια του σημερινού Πυθίου).[9]
Οι Αιτωλοί, ως σύμμαχοι των Ρωμαίων, κατά τους Μακεδονικούς Πολέμους, λεηλάτησαν τις πόλεις της περραιβικής Τρίπολης.[10] Η Τρίπολη παρέμεινε στη μακεδονική κυριαρχία μέχρι το 196 π.Χ. όταν ο Τίτος Φλαμινίνος διακήρυξε την «ελευθερία» των Ελλήνων και επέστρεψε τις πόλεις της στη Συμμαχία των Περραιβών.[11] Η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο αναφέρονται εκ νέου ως «περραιβικές» το 2ο αι. π.Χ. από τους Τίτο Λίβιο και Πολύβιο.[12]
Ενώ οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης δεν αναφέρονται σε καμιά ιστορική πηγή της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, μαρτυρούνται, όμως, με σαφήνεια από τον Πολύβιο (XXVIII, 13,1) και από τον ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο[13] Ο Αιμίλιος Παύλος εξετάζοντας τα περάσματα προκειμένου να μεταβεί στη Μακεδονία για να κατατροπώσει τελικά τον Μακεδόνα Βασιλιά Περσέα στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., πληροφορήθηκε ότι το στενό πέρασμα από το Πύθιο και της Πέτρας στην Περραιβία είχε μείνει αφρούρητο. Έτσι, ο επικεφαλής της στρατιωτικής επιχείρησης, Νασίκας, οδήγησε τα στρατεύματά του στο Πύθιο για να αναπαυθούν, όπου το ύψος του Ολύμπου ξεπερνά τα δέκα στάδια.[14] Οι Ρωμαίοι, ακόμη, κατασκήνωσαν μεταξύ της Αζώρου και της Δολίχης για να αποφασίσουν τη φύλαξη των διαβάσεων από τη Μακεδονία προς την Περραιβία.[15]
Η περιοχή της περραιβικής Τρίπολης έγινε γνωστή σε εμάς για την εποχή της παλαιοχριστιανικής και μεσοβυζαντινής περιόδου όταν το έτος 1995 η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε τις ανασκαφές στην περιοχή. Ανακαλύφθηκαν οκτώ Βασιλικές της παλαιοχριστιανικής και μεσοβυζαντινής περιόδου με χιλιάδες νομίσματα, εκατοντάδες κοσμήματα και μεγάλο αριθμό οστράκων και ακέραιων αγγείων, των οποίων αναμένεται η περαιτέρω μελέτη.[16] Δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, εάν τα ονόματα των πόλεων της περραιβικής Τρίπολης εξακολουθούσαν να υφίσταντο κατά τη χριστιανική περίοδο.[17]
[1] Renfrew και Bahn (2001), σ.σ. 38-9, 498-9.
[2] Hodder (2002), σ.σ. 34-8, 40-2, 50-2, 278-80.
[3] Νικολάου (2012), σ. 222.
[4] Ντάσιος (2012), σ. 219.
[5] Hansen και Nielsen (2004), σ.σ. 721-3, 726-7.
[6] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβκή Τρίπολις. Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού. Βλ., επίσης, Νικολάου (2012), σ. 222.
[7] ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (διαδικτυακές πηγές). Περραιβική Τρίπολις. ΟΔΥΣΣΕΥΣ. Στο Υπουργείο Πολιτισμού. «Στο συγκεκριμένο ιστότοπο του Υπουργείου Πολιτισμού αναφέρεται λανθασμένα ότι στη μια όψη του νομίσματος απεικονίζεται τρίαινα με την επιγραφή “Τριπολιτάν”».
[8] Αρβανιτόπουλος (1929), σ.σ. 198-219.
[9] Αρβανιτόπουλος (1913), σ. 107 «Αγγελίαι Περραιβίας και άνω Εστιαιώτιδος» και Αρβανιτόπουλος (1913), σ. 246, «Αι Απελευθερωθείσαι Χώραι. Άνω Εστιαιώτις· Μακεδονία, Περραιβία».
[10] Titus Livius (αρχαίες πηγές). History of Rome. V.III. Στο Haystack. Electronic Literature Archive.
[11] Ρακατσάνης και Τζιαφάλιας (2004), σ. 87.
[12] Νικολάου (2012), σ. 222.
[13] Hansen και Nielsen (2004), σ.σ. 721-2. Βλ., επίσης, Ρακατσάνης (2004), σ. 87, σημ. 347. Πολύβιος XXVIII, 13,1: «Οἱ δὲ περὶ τὸν Πολύβιον καταλαβόντες τοὺς Ῥωμαίους ἐκ μὲν τῆς Θετταλίας κεκινηκότας, τῆς δὲ Περραιβίας στρατοπεδεύοντας Ἀζωρίου μεταξὺ καὶ Δολίχης».
[14] Πλούταρχος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μεταφραστική Ομάδα Κάκτου (1993). Βίοι Παράλληλοι. Αιμίλιος Παύλος – Τιμολέων, σ.σ. 60-3. «Ὁ δ’ Αἰμίλιος ἡμέρας μέν τινας ἠρέμει, καί φασι μήποτε τηλικούτων στρατοπέδων ἐγγὺς οὕτω συνελθόντων ἡσυχίαν γενέσθαι τοσαύτην. ἐπεὶ δὲ κινῶν ἅπαντα καὶ πειρώμενος ἐπυνθάνετο μίαν εἰσβολὴν ἔτι μόνον ἄφρουρον ἀπολείπεσθαι τὴν διὰ Περραιβίας παρὰ τὸ Πύθιον καὶ τὴν Πέτραν, τῷ μὴ φυλάττεσθαι τὸν τόπον ἐλπίσας μᾶλλον ἢ δι’ ἣν οὐκ ἐφυλάττετο δυσχωρίαν καὶ τραχύτητα δείσας, ἐβουλεύετο. […] Ἐπεὶ δ’ ἐδείπνησαν οἱ στρατιῶται καὶ σκότος ἐγένετο, τοῖς ἡγεμόσι φράσας τὸ ἀληθὲς ἦγε διὰ νυκτὸς τὴν ἐναντίαν ἀπὸ θαλάσσης, καὶ καταλύσας ἀνέπαυε τὴν στρατιὰν ὑπὸ τὸ Πύθιον. ἐνταῦθα τοῦ Ὀλύμπου τὸ ὕψος ἀνατείνει πλέον ἢ δέκα σταδίους· σημαίνεται δ’ ἐπιγράμματι τοῦ μετρήσαντος οὕτως. ».
[15] Titus Livius (αρχαίες πηγές), The Supplement of J. Freinsheim (1761), σ.σ. 308-9.
[16] Κουγιουμτζόγλου (2010), σ. 553.
[17] Δεριζιώτης και Κουγιουμτζόγλου (2006), σ.σ. 389-90 και Υποσημείωση 2: Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 4,3,8. [J. Haury – G. Wirth (εκδ. Λειψία, 1964), στο «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».