Η λογοτεχνία της Κύπρου κατά τη Φραγκοκρατία (1192-1489) και την Ενετοκρατία (1489-1571): Το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά

Τσακνάκης Β. Ευάγγελος

Εισαγωγή
Η Λογοτεχνική Ταυτότητα του συγγραφέα
Η Ιδεολογική Ταυτότητα του συγγραφέα
Επίλογος
Βιβλιογραφία

Εισαγωγή

Ο Λεόντιος Μαχαιράς, κατά τον Μ. Πιερή γεννήθηκε γύρω στα 1360 και έζησε μέχρι το 1432 περίπου. Το έργο «Εξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου, ἡ ποία λέγεται Κρόνακα τουτἔστιν Χρονικόν» συγγράφτηκε στο χρονικό διάστημα 1423-1431.[1] Αποτελεί δε μια από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία της μεσαιωνικής Κύπρου και ιδιαίτερα της όψιμης Φραγκοκρατίας (κυρίως 1359-1432), καθώς και ένα από τα εκτενέστερα και πρωιμότερα δείγματα γραπτού ιδιωματικού λόγου στην Κύπρο.[2] Στην παρούσα μελέτη θα αναγνωρίσουμε τη λογοτεχνική και ιδεολογική ταυτότητα του συγγραφέα, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από το έργο του.

Η Λογοτεχνική Ταυτότητα του συγγραφέα

Σύμφωνα με τις νεότερες και σύγχρονες αντιλήψεις το έργο του Μαχαιρά δεν εντάσσεται στα λογοτεχνικά κείμενα αν και ο ίδιος χρησιμοποιεί όρους ίδιους με εκείνους που χρησιμοποιούσαν πολλοί παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς του.[3] Λόγω, όμως, της λειτουργικής του σχέσης με τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία και της χρήσης του από νεότερους ποιητές και πεζογράφους (κυριότερο παράδειγμα αποτελεί η χρήση τουΧρονικού από τον Γ. Σεφέρη)  το Χρονικό εντάσσεται στο πεδίο της νεότερης λογοτεχνίας της Κύπρου.[4]

Ήδη στον πρόλογό του ο συγγραφέας δηλώνει πως το έργο του απευθύνεται σε όλο το λαό της Κύπρου και προκειμένου να πετύχει την πλήρη αποδοχή του, γνωρίζει πως η αφήγησή του πρέπει να είναι πειστική και συναρπαστική ώστε ο αναγνώστης «αλεγριάζεσθαι»,[5]«§ 2: Ἐπειδὴν τὰ πάντα […] οἱ ποῖγοι θέλουν ἀλεγριάζεσθαι τὰς παλαιὰς ἱστορίες». Ο συγγραφέας, ο οποίος είναι πρόσωπο με ιστορική συνείδηση, υιοθετεί το μοντέλο του «λαϊκού παραμυθά» επιχειρώντας όχι μόνο να πείσει αλλά και να γοητεύσει τον αναγνώστη.[6]

Η αφηγηματική δομή του Χρονικού προβάλλει το στοιχείο της λογοτεχνικότητάς του. Η αφήγηση εναλλάσσεται με διαλόγους, θεατρικές σκηνές, καθώς και με τη χρήση των επιστολών που «παριστάνουν» το λόγο. Ο τρόπος αφήγησης του Μαχαιρά εντάσσεται στο παραμύθι, τα λαϊκά κείμενα, τα αγιολογικά κείμενα και συναξάρια, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, το αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι, το βυζαντινό μυθιστόρημα και με τα μεσαιωνικά, βυζαντινά και δυτικά χρονικά. Η προφορικότητα αποτελεί το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της γραφής του συγγραφέα, ενώ το κείμενο παρουσιάζει τριμερή δομή με αρχή, μέση και τέλος.[7] Είναι πιθανό ο χρονικογράφος να προσέβλεπε στη λογοτεχνική απόδοση του κειμένου και όχι μόνο στην απόδοση ιστορικών ντοκουμέντων με αντικειμενικό τρόπο.[8] Για παράδειγμα, ο συγγραφέας αφηγείται με τρόπο παραμυθικό το γεύμα τού «§ 44: μισὲρ Ἀμαρὴν τε Λουζουνία, του ἀφέντη τῆς Τύρου, του ἀφέντη  Χαμερὴν, του κοντοσταύλη τῆς Κύπρου, του ἀδελφού του, του μισὲρ Παλίαν πρίντζη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ὅσων ἦσαν τῆς βρωμισμένης βουλῆς». Το στοιχείο της εικονοποιΐας προσλαμβάνεται έντονα, στη συνέχεια, όταν «§ 44: ἐφάγαν γιόμαν ὅλοι ἀντάμα καὶ ἐλούθησαν εἰς τὸ λουτρὸν τοῦ σὶρ Χίου Περιστερῶν. Καὶ ἅνταν ἀποφάγαν, ἔπεψεν καὶ ἐκράξεν τους, ὅλους τοὺς λιζίους καὶ καβαλλάρους καὶ σορδάτους ὅσοι εὑρίσκουνταν εἰς τὴν Λευκωσίαν, καὶ ἐβάλαν τους καὶ ὠμόσαν».

Ο προφανής λόγος της χρήσης των διαλόγων και των επιστολών προδίδουν την πρόθεση του συγγραφέα η οποία στοχεύει στην αληθοφάνεια, μιμούμενος, ίσως, την τεχνική του Θουκυδίδη.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιστολή του Ρήγα Πέτρου Α’ προς το Σουλτάνο του Καΐρου και της Βαβυλωνίας (1369) ως ύστατη προσπάθεια σύναψης ειρήνης, την οποία ο συγγραφέας υποτίθεται ότι αποδίδει αυτούσια ώστε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι ακούει ακριβώς τα λόγια του Πέτρου.[9] «§ 230: […] Πρὸς τὸν ἠγαπημένον μας φίλον τὸν σουλτάνον Βαβυλωνίας, ὁ δικός σου φίλος ὁ ρήγας τῆς Κύπρου πολλὰ χαιρετίσματα. Γίνωσκε ὅτι γνώθομαι πολλὰ βαρυμένος ἀξ αὑτόν σου […] Καὶ πλημελεᾶς με, καὶ περίτου δὲν σοῦ γράφω χωρὶς νὰ ᾖνε καιρὸς καὶ τόπος». Παράλληλα, για να εξυπηρετήσει τον ίδιο σκοπό, σε πολλά σημεία του κειμένου παραθέτει αυτούσια τα λόγια των προσώπων που αναφέρονται στο έργο, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στην § 44 με αυτούσια τα λόγια του όρκου που δόθηκε από τους «αντισυμβαλλομένους»: «Μόννω εἰς τὰ ἅγια τοῦ θεοῦ εὐαγγέλια νὰ βλεπίσω [ὡς ὅσον ἦτον ἀφέντης μας,] τὸν ἀφέντην τῆς Τύρου κατὰ πρόσωπα πᾶσα ἀνθρώπου, ἐβγάλλοντα τὸ κορμὶν τοῦ ἀφέντη μας τοῦ ρηγός, τοῦ ποίου εἴμεστεν κρατούμενοι μὲ ὅρκον», αποφεύγοντας την απλή περιγραφή ή αναφορά στον όρκο με το δικό του συγγραφικό ύφος. Παράδειγμα διαλόγου εντός του κειμένου αποτελεί η § 501. «Καὶ ὅταν ἐθέλα νὰ ποῦν τὴν μαντατοφορίαν τους, εἶπαν την εἰς τιτοίαν λογήν: «Ἀφέντη, ἐσοὺ εἶσαι δυνατὸς παρὰ τὸν ρήγα καὶ περίτου ξεύρεις τὸ καλὸν τοῦ τόπου· […]». Τότε εἶπεν ὁ κοντοσταύλης τοὺς μαντατοφόρους: «Ἄρχοντες, πολλὰ θαυμάζομαι εἰς αὑτόν σας, ὅταν ἐννοιάζεστε ὅτι ἐγὼ κρατῶ τὴνὺΚερυνίαν διὰ λλόγου μου· […]. Τότε ὅλοι ἀντάμα ἐβάλαν φωνήν: «Ζῇ ὁ ρὲ Πιέρ!» γʹ φορές· «Ἀμμ᾿ ἐγώ θωρῶ πῶς ἐκονπώσετε τὸν ρήγα καὶ ἔχετέ τον φυλακισμένον, καὶ τὸν ἀδελφόν μου τὸν πρίντζην ἐβάλετέ του σίδερα καὶ ἔχετέ τον φυλακισμένον, ὁμοίως καὶ οὕλους τοὺς λοιποὺς καβαλλάριδες· δὲν σᾶς ἀποθαρῆσαν; […]».

Ο Μαχαιράς σε πολλά σημεία περιγράφει και τα συναισθήματα των προσώπων που αναφέρει στο Χρονικό. Παράδειγμα: «§ 253: Καὶ ὁ ρήγας ἐγέμωσεν χολὴν καὶ λαλεῖ τους: Ἀκανεῖ· ἀνὲν καὶ μὲν δὲν μοῦ πιστεύγετε, νάτε τὸ χαρτὶν τοῦτον τὸ μοῦ ἐπέψαν εἰς τὴν Φραγγίαν, ἀπὸ ᾿ξ αὑτῆς του νὰ γρωνίσετε τὸ πρᾶμαν πῶς ἐδιάβην». Τέλος, οι μεταφορές και παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αποτελούν στοιχεία της λογοτεχνικής του τέχνης. Παράδειγμα: «§ 239: […] Ὁ ἀρχέκακος διάβολος τῆς πορνείας ἐμπῆκεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ μισὲρ Τζουὰν τε Μόρφου τοῦ κούντη τε Ρουχᾶς, καὶ ἐπίασέν τον πολλὴ καὶ μεγάλη ἀγάπη ἀπάνω τῆς ρήγαινας […]».

Η Ιδεολογική Ταυτότητα του συγγραφέα

Ο Μαχαιράς πίστευε ότι οι Έλληνες της Κύπρου και οι εξελληνισμένοι ορθόδοξοι Κυπριώτες όφειλαν να κρατήσουν αναλλοίωτη τη γλωσσική και θρησκευτική τους συνείδηση. Ρωμιούς αποκαλούσε τους Έλληνες της Κύπρου, ενώ Κυπριώτες τους υπόλοιπους εξελληνισμένους λαούς.[10] Η συνείδηση και η παιδεία του χρονικογράφου ήταν βυζαντινή. Η παιδεία του στηριζόταν στη συγκινημένη αποταμίευση υλικού από τη δημώδη και λαϊκή βυζαντινή παράδοση, ενώ η επίσημη παιδεία του ήταν η γαλλική. Έφερε, δηλαδή, τα αισθήματα ενός ελληνορθόδοξου Βυζαντινού, ενώ οι φιλοσοφικοί τρόποι που προσέγγιζε τα πράγματα πλησίαζαν τη δυτική σκέψη της εποχής του.[11]

Η προσήλωση του συγγραφέα στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία πιστοποιείται από πλήθος σημείων στο κείμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο έντεχνος τρόπος ενσωμάτωσης καταλόγου ελληνορθόδοξων Κύπριων Αρχιεπισκόπων «§ 30: Χρῆσι εἶνε [νὰ φουμίσωμεν] τὴν ἁγία νῆσσον, καὶ ὅσον τὴν φουμίσω δὲν θέλω πεῖν ψέματα. Εἰς τὸν αὐτὸν τόπον εἶχεν ἀρχιεπισκόπους ιδʹ. Καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἀρχιεπισκόποι, τουτἔστιν· ἅγιος Βαρνάβας ἀπόστολος Χριστοῦ, {…] Τριφυλλίου τοῦ Φωτολάμπους, ἐπισκόπου Λευκωσίας· καὶ Τυχικοῦ τοῦ ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Νέας Πόλεως Λεμεσοῦ». Ο συγγραφέας, εξάλλου, ήδη ξεκινάει το Χρονικό ως εξής «§ 1: Ἐβουλεύτηκα ἐν ὀνόματι τοῦ ἀγαθοῦ θεοῦ τοῦ ἐν τριάδι προσκυνουμένου, νὰ ἐξηγηθῶ περὶ τῆς ἀκριβῆς χώρας Κύπρου». Ολόκληρο το έργο χαρακτηρίζεται από αναφορές στον Θεό. Παράδειγμα:  «§ 24: Ἀκούσας ὁ ρὲ Οὗγκε ἐταράχθην πολλὰ καὶ εἶπεν: «Ὁ θεὸς νὰ μὲ σκεπάσῃ, ὅτι ἂν μοὔδωκεν ὅλην του τὴν ἀφεντίαν [δὲν θέλω ἀρνηθεῖν] τὴν ἁγίαν Τριάδαν· κάλλιο νὰ ᾖμαι ὑπόδουλος τοῦ βασιλέως, παρὰ ν᾿ ἀρνηθῶ τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ μου· καὶ πιστεύω πατέρα, υἱὸν καὶ ἅγιον πνεῦμα, καὶ ἐκεῖνος νὰ μοῦ βοηθήσῃ καὶ νὰ μὲ ἀποβγάλῃ ἀποὺ πᾶσα πειρασμόν». Επιπλέον, η περιγραφή της εγκαθίδρυσης της Λατινικής Εκκλησίας στην Κύπρο (§§ 28-29), η συναξαριστή έξαρση της αγιότητας της Κύπρου, με βάση τους σημαντικότερους Αγίους της Ορθοδοξίας (§§ 31-40), καθώς και ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τα γεγονότα που αφορούν στη γενναία απόφαση του Πέτρου Α΄ να εκδιώξει από την Κύπρο το ληγάτο του Πάπα Pierre de Thomas, ο οποίος προσπάθησε να εκλατινίσει με τη βία τους ορθόδοξους ιερείς και επισκόπους (§§ 101-102) αποτελούν πιστοποιητικά στοιχεία της θρησκευτικής πεποίθησης του Μαχαιρά.[12] Παρ’ όλο, όμως, που ο χρονικογράφος φαίνεται να ερμηνεύει τα πάντα από θεολογική σκοπιά, αποδίδει παρά ταύτα την ερμηνεία του και σε άλλους παράγοντες όπως η “μωρική βουλή”, η “σουπερπία”, η “λουξερία”, η τσιγκουνιά, η απληστία κ.ά.[13]

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι Φράγκοι, ως Χριστιανοί θα μπορούσαν να προσεγγίσουν το Βυζάντιο και η συσπείρωση των Κυπρίων γύρω από τους Φράγκους θα ήταν ο μόνος τρόπος ώστε να μην κατακτηθούν από την ανερχόμενη δύναμη του Ισλαμικού κόσμου («Σαρακηνοί και Τούρκοι»).[14] Θεωρεί απαραίτητη και τη συσπείρωση γύρω από τη μοναρχία, δηλαδή τους Φράγκους βασιλιάδες, ως πατριωτική στάση που διασφαλίζει την ύπαρξη και την πολιτική οντότητα του ρηγάτου της Κύπρου, οι δομές του οποίου συμβάλλουν τη σταδιακή βελτίωση των όρων συμβίωσης και επιβίωσης όλων όσων θεωρούν τον εαυτό τους «Κυπριώτη».[15] Από διάφορες περικοπές του Χρονικού διαφαίνεται η αγάπη, η εκτίμηση και η υπερηφάνεια του Μαχαιρά προς τον Πέτρο.[16]Παράδειγμα: «§ 172: Ὁ λαὸς τῶν κατέργων ἐξέβην καὶ ἐνέβην εἰς τὴν χώραν, καὶ ἐπῆραν πολλὺν πλοῦτον καὶ ἐφέραν τον εἰς τὰ κάτεργα. Καὶ ὁ ρήγας δὲν ἐπῆρεν τίποτες, μὲ θάρος ὅτι θέλειν κρατήσειν τὴν χώραν διὰ λλόγου του».

Επίλογος

Το έργο του Μαχαιρά δεν χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικό κείμενο, εντάσσεται όμως στη νεότερη λογοτεχνία της Κύπρου. Χρησιμοποιεί ίδιους όρους με τους παλαιότερους και σύγχρονους συγγραφείς του. Η δημώδης γλώσσα, η προφορικότητα, οι διάλογοι, οι θεατρικές σκηνές που συμβάλλουν στην έντονη εικονοποιΐα, οι χρήση επιστολών που παραθέτουν αυτούσια τα λόγια των προσώπων του έργου, οι μεταφορές, καθώς και η περιγραφή συναισθημάτων αποτελούν λογοτεχνικά στοιχεία της αφηγηματικής δομής του Χρονικού. Ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να παρουσιάσει τα ιστορικά γεγονότα, δεδομένου ότι είχε έντονη την ιστορική συνείδηση, χρησιμοποιώντας την τεχνική της αληθοφάνειας και μιμούμενος, πιθανόν, τον Θουκυδίδη. Είχε και την πρόθεση όμως να αποδώσει λογοτεχνικά το κείμενό του ώστε να τέρψει τον αναγνώστη του.

Ο χρονικογράφος θεωρεί τους Έλληνες της Κύπρου και τους εξελληνισμένους ορθόδοξους Κυπριώτες ως τους μοναδικούς ικανούς υπερασπιστές της κυπριακής ενότητας. Οφείλουν να κρατήσουν αναλλοίωτη τη γλωσσική και θρησκευτική τους συνείδηση και η συσπείρωσή τους γύρω από τους Φράγκους θα ήταν ο μόνος τρόπος ώστε να μην κατακτηθούν από τους Σαρακηνούς και τους Τούρκους. Ως οπαδός της μοναρχίας, ο Μαχαιράς θεωρεί τις δομές του φραγκικού βασιλείου απαραίτητες για τη βελτίωση των όρων συμβίωσης και επιβίωσης των Ελλήνων της Κύπρου και των Κυπριωτών. Ολόκληρο το έργο χαρακτηρίζεται από αναφορές του συγγραφέα στην Ορθοδοξία. Στοιχεία, όπως η παράθεση ελληνορθόδοξων Κύπριων Αρχιεπισκόπων, η περιγραφή της εγκαθίδρυσης της Λατινικής Εκκλησίας στην Κύπρο και πολλά άλλα συντελούν στην παρουσίαση τουΧρονικού ως μέσο ερμηνείας από θεολογική σκοπιά, αν και ο Μαχαιράς αποδίδει την ερμηνεία του και σε άλλους παράγοντες όπως η τσιγκουνιά, η απληστία κ.ά.

Βιβλιογραφία

Κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν για την εργασία

Makhairas, L. 1932. Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled “Chronicle”, Edited with a Translation and Notes by R.M. Dawkins . V. II. Oxford: At the Clarendon Press.

Ηλεκτρονική Έκδοση του κειμένου του Χρονικού διαθέσιμη στο διαδίκτυο.http://users.uoa.gr/~nektar/history/2romanity/makhairas_chronicle.htm#04Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.04.2013.

Δευτερογενείς Πηγές

Βουτουρής, Π. 2010. Η Νεοελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου. Συνοπτική Ιστορία. Λευκωσία.

Κεχαγιόγλου, Γ. 1986. Χρονικό και Λογοτεχνήματα: Τύχες του Λεόντιου Μαχαιρά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Στο Αφιέρωμα στο Νίκο Σβορώνο. τ. Β΄. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Πιερής, Μ. 1996. Γύρω από τον Λεόντιο Μαχαιρά. Ιστορική και Θρησκευτική Συνείδηση, Γλώσσα και Λογοτεχνικότητα, Αφηγηματική και Δραματική Δομή. Στο Πρακτικά Συμποσίου «Λεόντιος Μαχαιράς – Γεώργιος Βουστρώνιος, Δύο Χρονικά της Μεσαιωνικής Κύπρου». Λευκωσία: Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας.

[1] Πιερής (1996), σ. 35.

[2] Κεχαγιόγλου (1986), σ. 407.

[3] Πιερής (1996), σ. 52. Αλεγριάζομαι = τέρπομαι, ευθυμώ. Βλ. Πιερής (1986), σ. 98.

[4] Βουτουρής (2010), σ. 25.

[5] Πιερής (1996), σ. 52. Αλεγριάζομαι = τέρπομαι, ευθυμώ. Βλ. Πιερής (1986), σ. 98.

[6] Ό.π. σ. 37.

[7] Πιερής (1996), σ.σ. 49-50.

[8] Ό.π. σ. 50.

[9] Ό.π. σ. 51.

[10] Ό.π. σ. 37.

[11] Ό.π. σ. 38.

[12] Ό.π. σ. 41.

[13] Ό.π. σ. 50.

[14] Ό.π. σ. 40.

[15] Ό.π. σ. 42.

[16] Ό.π. σ. 43.