Η ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΤΟ 1913
ΜΕ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΡ. ΜΑΚΡΗ, ΕΚΔΟΤΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΜΙΚΡΑ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εφημερίδα «Μικρά» της Λάρισας κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της το 1896 κι έκτοτε, σε εβδομαδίαια βάση, απευθυνόταν στους συνδρομητές της. Με ελάχιστα και μικρά χρονικά διαστήματα αναστολής της έκδοσης, η εφημερίδα κυκλοφόρησε έως και το έτος 1926. Εκδότης – συντάκτης και διευθυντής ήταν ο Θρασύβουλος Μακρής και η ονομασία της σχετιζόταν με το μικρό της μέγεθος.

Στις αρχές Μαρτίου του 1913, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση της Ελασσόνας και την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, ένας δημοσιογράφος της «Μικράς», ο οποίος υπέγραφε με το ψευδώνυμο «ὁ ΘΡΑΣΥΣ», επισκέφθηκε την Ελασσόνα και δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα περιγράφοντας την κατάσταση που συνάντησε.
Το εν λόγω δημοσίευμα, αφού εντοπίστηκε στο αρχείο της εφημερίδας, μεταγράφηκε και αναλύεται ως προς το περιεχόμενό του, στον παρόν άρθρο, προκειμένου η μαρτυρία αυτή να είναι ευκόλως προσβάσιμη από κάθε φιλίστορα ενδιαφερόμενο.
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ
Ο δημοσιογράφος και οι συνοδοί του, χρησιμοποιώντας μία σούστα ως μεταφορικό μέσο, πέρασαν από τον Τύρναβο και τη Λυγαριά Τυρνάβου και, στη συνέχεια, ανέβηκαν πεζοί την ανηφόρα της Μελούνας. Έπειτα από μία ώρα έφθασαν στο παλαιό τουρκικό Τελωνείο της Ελασσόνας κι ένιωσαν συγκίνηση πατώντας στο πρώτο έδαφος που απελευθερώθηκε. Δεξιά του Τελωνείου διακρινόταν το όρος Μενεξές και αριστερά φαινόταν ο τέως τουρκικός σταθμός, ο οποίος δέσποζε στη θέση του. Στο ύψωμα του σταθμού είχε διανυκτερεύσει η 1η Μεραρχία του ελληνικού στρατού την 4ην Οκτωβρίου 1912. Όταν την επομένη η 1η Μεραρχία προχώρησε για την κατάληψη της Ελασσόνας προβαλλόταν η πανοραμική της άποψη, σε πολλά σημεία της οποίας διακρίνονταν ανθρώπινοι σκελετοί που ξέθαψαν οι σκύλοι και ανήκαν στους αιχμαλώτους που κατά τη μεταφορά τους στη Λάρισα, στο παρελθόν, πέθαναν από το ψύχος και την πείνα. Ο δημοσιογράφος σχολιάζει τα Αραδοσίβια που φαίνονταν στα αριστερά τους, όπου κοντά τους είχαν παραταχθεί οι πυροβολαρχίες των Ελλήνων και έβαλλαν κατά των ταχυσκάπτων του Μενεξέ. Σχολιάζει, ακόμη, την Τσαριτσάνη που εντόπισε στα δεξιά του και αναφέρει το πολύδεντρο εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, στον πυκνό ελαιώνα του οποίου κρύφτηκαν οι υποχωρήσαντες Τούρκοι.
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΟΛΥΜΠΙΩΤΙΣΣΑΣ
Πριν, ακόμη, ο δημοσιογράφος και το επιτελείο του εισέλθουν στην Ελασσόνα διέκριναν τους στρατώνες και τις αποθήκες που βρίσκονταν αριστερά και πριν από την πόλη. Στο κέντρο και ψηλά, διακρινόταν η Μονή της Παναγίας της Ελασσονίτισσας, όπως την αναφέρει, με τα κάτασπρα κελιά της. Διατυπώνει ότι η Μονή υπήρξε προμαχώνας της πίστεως και της Πατρίδος και, εσφαλμένα, ότι κτίστηκε στις 16 Ιουνίου 1817. Ηγούμενος της Μονής ήταν ο παν. Άνθιμος και ο γενικός επόπτης των κτημάτων της ήταν ο Ηπειρώτης Αναστάσιος Χρηστίδης. Η υπερμεγέθης σημαία που κυμάτιζε στην ιστορική μονή εντυπωσίασε τον δημοσιογράφο, αφού σημείωσε ότι προσέδιδε ιδιαίτερη αίγλη.
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ
Φτάνοντας μέσα στην πόλη της Ελασσόνας πέρασαν την τούρκικη συνοικία, η οποία ήταν έρημη σε μεγάλο βαθμό, καθώς οι περισσότεροι ιδιοκτήτες, μετά τον πανικό τους, εγκατέλειψαν τις οικίες τους και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Δεξιά της τούρκικης συνοικίας εντόπισαν το τούρκικο Ταμείον, το οποίο έφερε ζωγραφισμένη με ημισέληνους πρόσοψη. Η αυλή του ήταν γεμάτη από πεταμένα και σχισμένα έγγραφα. Περνώντας από έναν λιθόστρωτο δρόμο, όπως λιθόστρωτοι ήταν όλοι οι δρόμοι της Ελασσόνας, συνάντησαν ορισμένα πενιχρά παντοπωλεία και μερικές ξηρές κρήνες. Έφθασαν στο Τηλεγραφείο, όπου υπηρετούσε ο φίλος τους Σπυρίδων Σκίπης, του οποίου ο αδελφός του, Γεώργιος, ανθυπολοχαγός, έπεσε ένδοξα στη μάχη του Μπιζανίου. Στη συνέχεια, πέρασαν από το πολιτικό Διοικητήριο και το Φρουραρχείο, στους εξώστες των οποίων κυμάτιζε η γαλανόλευκη σημαία.
Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Μία ανηφορική οδός τους οδήγησε στο κέντρο της Ελασσόνας, όπου όμορφα καταστήματα, διαφόρων ειδών, με πολλή κίνηση αποτελούσαν την αγορά της πόλης. Η Ελασσόνα απαριθμούσε μόλις 3000 κατοίκους και ο δημοσιογράφος διατύπωσε ότι υπήρχε η ελπίδα ο πληθυσμός να αυξηθεί.
Κατέγραψαν τα καταστήματα με τους ιδιοκτήτες, διατυπώνοντας και τα παρακάτω σχόλια:
Αθηναϊκό κομμωτήριο “Φρύνη” του φιλοπροόδου νέου Θωμά Α. Νιάμα.
Καφενείο “Το Κέντρον” του Νίκου Νιάμα, όπου ο γνωστός Γ. Κρανιώτης διασκέδαζε τους κατοίκους με τις επιτυχείς παραστάσεις του χάρτινου θιάσου του.
Καφενείο των αδελφών Δούφα. Το κατάστημα ήταν γεμάτο από στρατιώτες. Διέθετε και σφαιριστήριο.
Παντοπωλείο “Η Νίκη” του Γεώργιου Κ. Κήκα, ο οποίος ψώνιζε τις προμήθειες πάντοτε από τη Θεσσαλονίκη.
Παντοπωλείο των Αντ. Κίρκου και Σίας.
Ζαχαροπλαστείο – Ποτοπωλείο των αδελφών Τριάρχου. Με αθηναϊκές βιτρίνες και άπλετο φως.
Καταστήματα ποικίλων ειδών των Λαζάρου Κίρκου, Λάζου Κυλώνη και Σίας, Κ. Φώλλα και Σίας.
Φαρμακείο του Κ. Κατσιγιάννη, όπου διέμενε και ο φίλος τους ιατρός, Φιλήμων Ν. Χαρισίου.
Εμπορικό κατάστημα του Ν. Χαρισίου, ο οποίος αγαπούσε και τη δημοσιογραφία.
Εστιατόριον του Λαμιώτη Σπυρ. Τσικνιά. Το κατάστημα φημιζόταν για το ωραίο ψητό και το αθάνατο κοκορέτσι της Αλαμάνας, συγκεντρώνοντας πολύ κόσμο.
Εστιατόριο του Γ. Τριανταφύλλου, το οποίο όμως είχε πάψει να λειτουργεί, καθώς ο ιδιοκτήτης το εγκατέλειψε προκειμένου να καταλάβει κάποια δημόσια θέση.
Ραφείο “Η Ελλάς” του Δ. Σαμαρά, ο οποίος πρώτος ανήρτησε επιγραφή μετά την απελευθέρωση.
Ραφείο, αθηναϊκό του αφεντάνθρωπου Ιωάννου Μαρτινοπούλου. Το κατάστημα βρισκόταν απέναντι από το εστιατόριο του Σπυρ. Τσικνιά. Το ραφείο διέθετε ποικιλία υφασμάτων και ψαλίδι πρώτης ποιότητος. Η εργασία ήταν επιμελημένη για άψογη εφαρμογή. Ο κ. Μαρτινόπουλος διδάχτηκε την κοπτική επί σειρά ετών εργασθείς στα καλύτερα εμποροραφεία της Αθήνας.
Ραφείο του Στέφανου Τσουλχίδου, Λαρισαίου.
Απο την περιγραφή της πόλης προκύπτουν και πρόσωπα με τις παρακάτω ιδιότητες:
Βασιλείου διοικητής της αστυνομίας, υπεύθυνος για την τάξη και την ασφάλεια.
Αντ. Τρακάδας αστυνόμος.
Γ. Φιλιώτης ενωμοτάρχης.
Αρβανιτόπουλος περισυνέλεξε όλες τις αρχαιότητες της επαρχίας Ελάσσόνας που είχαν μεγάλη αξία.
Σπυρίδων Σκίπης υπηρετούσε στο Τηλεγραφείο.
Φιλήμων Ν. Χαρισίου ιατρός που διέμενε στο φαρμακείο του Κ. Κατσιγιάννη.
Κωνσταντίνος Σπανός γλετζές της Ελασσόνας, ο οποίος ήταν φιλότιμος, πρόθυμος, ανοικτόκαρδος και απαραίτητος σε κάθε παρέα.
Ποιμενάρχης της πόλης ήταν ο μητροπολίτης κ. Νεόφυτος και διέμενε διαδοχικά στην Ελασσόνα και την Τσαριτσάνη. Ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι δεν είχαν την τιμή να τον χαιρετήσουν από κοντά, αλλά επιφυλάχθηκαν να τον συναντήσουν στην επόμενη επίσκεψη. Υπήρχαν, συνολικά, πέντε τζαμιά, από τα οποία δύο μόνο βρίσκονταν σε καλή κατάσταση και ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι στα τζαμιά προσεύχονταν οι τούρκοι Ελασσονίτες, οι οποίοι μούδιασαν, κυριολεκτικά, μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Τέλος, αναφέρει ότι από την ωραία Ελασσόνα προμηθεύονται τα οικιακά είδη οι κάτοικοι των τριγύρω χωριών. Και ότι η επαρχία θα αναγεννηθεί πλήρως αν ο σιδηρόδρομος φτάσει μέχρι την Ελασσόνα.
Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΒΑΡΩΣΙ
Πριν τον δρόμο που οδηγεί στις Πλακόπετρες και στο Σαραντάπορο, ακολούθησαν την οδό αριστερά κι έφθασαν στο Βαρώσι. Στην πλατεία εντόπισαν το ελληνικό Προξενείο και ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι το κοντάρι της σημαίας τούς θύμισε τους χρόνους της δουλείας. Αναφέρει, ακόμη, ότι στη συνοικία Βαρώσι υπάρχει ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος κτίσθηκε το 1859 και είναι παλαιότερος της Μονής.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ
Σημειώνει, στη συνέχεια, ότι πέρασαν το ψηλό, μονότοξο, γεφύρι επί του Τιταρήσιου ο οποίος διαρρέει την πόλη, έφθασαν στη νεόδμητη Αστική Σχολή, η οποία είχε κτιστεί πρίν λίγα χρόνια με χρήματα της Ελληνικής Κοινότητας. Σε αυτή δίδαξαν οι κ.κ. Γ. Γεωργιάδης, Αντ. Νιάμας, Σπυρ. Κόρακας, Ξενοφών Ματούσιος, και η διδασκάλισσα Ευτυχία Παπακωνσταντίνου. Η σχολή χρησίμευσε, ακόμη, ως νοσοκομείο όταν σε αυτή μεταφέρθηκαν οι τραυματίες του Σαρανταπόρου.
Βρείτε το τεκμήριο εδώ: Τσακνάκης Ευάγγελος, «Η Ελασσόνα τo 1913 με τη ματιά του Θρ. Μακρή, εκδότη της εφημερίδας Μικρά της Λάρισας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 80 (Λάρισα 2021) 137-144.