Από την Επισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος στη Μητρόπολη Ελασσόνας

Η Επισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος, με βαθιές ρίζες στην εκκλησιαστική ιστορία, υπήρξε σημαντικός θεσμός στον ορθόδοξο κόσμο. Καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων, οι ιεράρχες της διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο τόσο στην πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου όσο και στη διατήρηση και ενίσχυση των θρησκευτικών και πολιτιστικών θεσμών της περιοχής. Η πορεία της επισκοπής αποτυπώνει τις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετώπισε η Εκκλησία στην περιοχή, ιδιαίτερα κατά περιόδους μεγάλων αλλαγών, φτάνοντας ως τη σημερινή Μητρόπολη Ελασσόνας. Παρακάτω παρουσιάζεται μια συνοπτική καταγραφή των επισκόπων και των μητροπολιτών της, βασισμένη στις σωζόμενες πηγές (με πληροφορίες από το βιβλίο του Γρ. Βέλκου «Η Επισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος», Ελασσόνα 1980 και από τον ιστότοπο της Ι.Μ. Μητρόπολης Ελασσόνας: https://imelassonos.gr/)

Συμεών (περί το 880 μ.Χ.). Ο Συμεών είναι ο πρώτος επίσημα γνωστός επίσκοπος της επισκοπής Ελασσώνος. Συμμετείχε στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 879, υπό τον Πατριάρχη Φώτιο, και υπέγραψε τα πρακτικά με τον τίτλο «Επίσκοπος Λευκής Συμεών». Η ονομασία Λευκή αντιστοιχεί στην αρχαία ομηρική ονομασία της Ελασσόνας.

Γρηγόριος (άγνωστη χρονολογία). Αναφέρεται απλώς ως επίσκοπος Ελασσώνος στους επισκοπικούς καταλόγους, χωρίς να διαθέτουμε πρόσθετες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του.

Δημήτριος Ξηρός (περί το 1250 μ.Χ.). Ο Δημήτριος Ξηρός υπηρέτησε ως επίσκοπος Δομενίκου και Ελασσώνος πριν το 1250. Ήταν αδελφός του Ιωάννη Ξηρού, επισκόπου Εζερού. Κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Βατάτζη, ο Δημήτριος μετατέθηκε στην επισκοπή Σταγών, ενώ ο αδελφός του ανέλαβε τη μητρόπολη Επακτού (Ναυπάκτου).

Δαμασκηνός (άγνωστη χρονολογία). Για τον επίσκοπο αυτόν δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρονική περίοδο της αρχιερατείας του.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας:

Ματθαίος (1461 – άγνωστη ημερομηνία θανάτου). Χειροτονήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1461 στην Ιερά Μονή Ολυμπιωτίσσης. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από ενθύμηση που καταγράφεται στο περιθώριο του Συναξαρίου Σεπτεμβρίου-Φεβρουαρίου της βιβλιοθήκης της Ολυμπιώτισσας.

Προαγωγή της Επισκοπής σε Αρχιεπισκοπή

Άγιος Βησσαρίων (1510 – 1516). Ο Άγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στη Μεγάλη Πύλη (Πόρτα Παζάρ) Τρικάλων περίπου το 1487. Σε ηλικία μόλις 20-23 ετών χειροτονήθηκε επίσκοπος Δομενίκου και Ελασσώνος στα Τρίκαλα από τον αρχιεπίσκοπο Λαρίσης Μάρκο. Η έλευσή του στο Δομένικο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους κατοίκους, οι οποίοι αρνούνταν να τον αναγνωρίσουν ως ποιμενάρχη τους, επικαλούμενοι αντικανονική τοποθέτησή του από τον αρχιεπίσκοπο Λαρίσης. Το 1519, ο Πατριάρχης Θεόληπτος ανανέωσε την προαγωγή της επισκοπής Δομενίκου και Ελασσώνος σε αρχιεπισκοπή. Παρά τις δυσκολίες, το 1516 ο Βησσαρίων αποχώρησε και επέστρεψε στα Τρίκαλα, όπου αργότερα εξελέγη επίσκοπος Σταγών και, στη συνέχεια, αρχιεπίσκοπος Λαρίσης. Εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1535, σε ηλικία περίπου 50 ετών. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Σεπτεμβρίου.

Νεόφυτος (1516 – 1538). Διαδέχθηκε τον Άγιο Βησσαρίωνα το 1516. Εκοιμήθη στις 12 Απριλίου 1538.

Φιλόθεος (1538 – 1555). Αρχιεράτευσε από τον Οκτώβριο του 1538 έως τον Νοέμβριο του 1555. Απεβίωσε από πανώλη. Κατά τη θητεία του, στήριξε ενεργά την Ιερά Μονή Ολυμπιωτίσσης και συνέβαλε στην ανακαίνιση των εγκαταστάσεών της.

Γρηγόριος (1556 – 1564). Διαδέχθηκε τον Φιλόθεο στις 17 Ιανουαρίου 1556. Περιγράφεται ως «άνδρας λόγιος και πιστός, λάτρης των τεχνών και σθεναρός υπερασπιστής της Εκκλησίας». Το 1564, καθαιρέθηκε άδικα, έπειτα από απόφαση του Σουλτάνου, επειδή συνεισέφερε στην ανακαίνιση της Ολυμπιώτισσας, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις του οθωμανικού κράτους.

Βασίλειος (1564 – 1570). Διαδέχθηκε τον Γρηγόριο το 1564. Παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1570.

Δαμασκηνός Β’ (1570 – 1574). Πρώην επίσκοπος Λιτής και Ρεντίνης, τοποθετήθηκε στην επισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος το 1570.

Άγιος Αρσένιος (1574-1589). Ο Άγιος Αρσένιος γεννήθηκε το 1550 στο χωριό Καλογριανά Καρδίτσας, προερχόμενος από οικογένεια που ανέδειξε πολλούς κληρικούς. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Θεόδωρος και μητέρα του η Χρυσάφη, η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου της εκάρη μοναχή. Τα αδέλφια του περιλαμβάνουν τον Ιωάσαφ, Επίσκοπο Σταγών, τον Μάρκο, Επίσκοπο Δημητριάδος, καθώς και τους ιερομονάχους Αθανάσιο και Παχώμιο. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση υπό την καθοδήγηση του αδελφού του, Ιωάσαφ, στην Επισκοπή Σταγών. Στη συνέχεια, φοίτησε σε σχολείο εγκυκλίου παιδείας στα Τρίκαλα, όπου διδάσκονταν γραμματική, ποητική και ρητορική, υπό την αιγίδα του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Λαρίσης, Ιερεμία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εκάρη μοναχός με το όνομα Αρσένιος και, μετά από λίγες ημέρες, χειροτονήθηκε διάκονος. Για τον Άγιο Αρσένιο βλ. περισσότερα εδώ.

Γαβριήλ (1590-1593). Οι πληροφορίες για τον Επίσκοπο Γαβριήλ είναι ελάχιστες. Διαδέχθηκε τον Άγιο Αρσένιο μετά την αναχώρησή του για τη Ρωσία, πιθανώς το 1589 ή 1590. Το 1590 υπογράφει ως «Δομενίκου και Ελασσώνος» σε επιστολή του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ προς το Πατριαρχείο της Μόσχας.

Γαλακτίων (1593-1615). Στις 27 Δεκεμβρίου 1593, ο Γαλακτίων αντικατέστησε τον Γαβριήλ και παρέμεινε στη θέση του έως τον Μάιο του 1615, όταν απομακρύνθηκε έπειτα από απαίτηση του Σουλτάνου, πιθανώς λόγω της εξέγερσης του Μητροπολίτη Λαρίσης, Διονυσίου Σκυλοσόφου. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς αρχιερατείας του, φρόντισε για τα προβλήματα του ποιμνίου του, έκτισε ναούς και διαπραγματεύθηκε με τις οθωμανικές αρχές για την προστασία της επισκοπής του από τα αντίποινα που ακολούθησαν την εξέγερση. Γραπτές μαρτυρίες για την παρουσία του υπάρχουν στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Τσαριτσάνης και στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Δομενίκου. Μετά την απομάκρυνσή του, αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος και το 1637 αναφέρεται ως μοναχός στην Ιερά Μονή Ιβήρων.

Τιμόθεος (1615-1618). Ο Τιμόθεος ανέλαβε την επισκοπή το 1615 και παρέμεινε για τρία χρόνια. Λόγω της εθνικής του δράσης και της ανησυχίας που προκαλούσε στις οθωμανικές αρχές, συνελήφθη, βασανίστηκε απάνθρωπα και απαγχονίστηκε στις 3 Απριλίου 1618 στη Λάρισα. Το σώμα του ρίχτηκε στον Πηνειό, αλλά ανασύρθηκε και τάφηκε κρυφά από χριστιανούς της περιοχής.

Νεόφυτος (1618-1622). Ο Νεόφυτος διαδέχθηκε τον Τιμόθεο το 1618. Το Δεκέμβριο του 1622 καθαιρέθηκε, αν και οι λόγοι της καθαίρεσής του παραμένουν άγνωστοι.

Ιωάσαφ (1622-1636). Ανέλαβε τον Δεκέμβριο του 1622 μετά την καθαίρεση του Νεοφύτου. Το 1636, καθαιρέθηκε, πιθανώς έπειτα από διαταγή του Σουλτάνου.

Κάλλιστος (1636-1637). Ο ιερομόναχος Κάλλιστος εξελέγη στη θέση του Ιωάσαφ, αλλά καθαιρέθηκε τον ίδιο χρόνο.

Γερμανός (1637-1638). Υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την αρχιερατεία του Γερμανού, καθώς φαίνεται πως υπήρξε σύγχυση με τον μεταγενέστερο αρχιερέα Γερμανό, που τοποθετήθηκε στη θέση του Γενναδίου το 1649.

Ιωάσαφ (1638). Αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκε στην επισκοπή στις 23 Αυγούστου 1638 και στη συνέχεια μετατέθηκε στη Μητρόπολη Κορίνθου.

Κάλλιστος (1638-1646). Διαδέχθηκε τον Ιωάσαφ το 1638 και παρέμεινε έως τον Μάιο του 1646, όταν καθαιρέθηκε για άγνωστο λόγο.

Γεννάδιος (1646-1649). Ανέλαβε το 1646 και παρέμεινε στον αρχιερατικό θρόνο έως το 1649.

Σεραφείμ (1649-1651). Η παρουσία του επιβεβαιώνεται από χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Ολυμπιωτίσσης το 1651, αν και δεν είναι σαφές εάν ανήκε στην επισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος.

Γερμανός (1649-1655). Εάν ο Σεραφείμ δεν υπήρξε Επίσκοπος Δομενίκου και Ελασσώνος, τότε ο Γερμανός διαδέχθηκε τον Γεννάδιο το 1649. Καθαιρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1655.

Αθανάσιος (1655-1657). Ανέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1655, αλλά τον Ιούνιο του 1657 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Νέων Πατρών.

Ιωάσαφ (1657-1669). Δεν διασώζονται γραπτές μαρτυρίες για τη δεκαετή θητεία του. Το 1669 μετατέθηκε επίσης στη Μητρόπολη Νέων Πατρών.

Γερμανός (1669-1673). Ανέλαβε τον Ιανουάριο του 1669 και παρέμεινε έως το 1673. Το όνομά του αναφέρεται σε επιγραφή του 1669 στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Τσαριτσάνης.

Φιλόθεος (1673-1697). Αρχιεράτευσε για 24 έτη και κατά τη διάρκεια της θητείας του ολοκληρώθηκε ο Ιερός Ναός Παναγίας (Βρυζώστη) Δομενίκου. Καθαιρέθηκε το 1697, καθώς αρνήθηκε να καταβάλει τη ζητεία του Πατριαρχείου.

Ζαχαρίας (1697-1703). Προερχόμενος από την επισκοπή Πέτρας, υπερασπίστηκε με θάρρος τα δικαιώματα του ποιμνίου του. Το 1702 ανήγειρε τον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Τσαριτσάνης. Σύμφωνα με τα πατριαρχικά αρχεία, η αρχιερατεία του συνεχίστηκε τουλάχιστον έως το 1702

Παχώμιος (1703-1709). Σύμφωνα με επιγραφή του 1704, που βρίσκεται στον ιερό ναό του Αγίου Παντελεήμονα Τσαριτσάνης, συμπεραίνουμε ότι ο Παχώμιος διαδέχθηκε τον Ζαχαρία πιθανόν το 1703 και παραιτήθηκε το 1709.

Αθανάσιος (1709-1725). Ο Αθανάσιος αντικατέστησε τον παραιτηθέντα Παχώμιο το 1709 και αρχιεράτευσε έως το 1725.

Άνθιμος (1725-1736). Το 1725 πληροφορούμαστε ότι ο Άνθιμος διαδέχθηκε τον Αθανάσιο και αρχιεράτευσε την επαρχία «ιεροπρεπώς και θεοσεβώς» έως το 1736.

Τιμόθεος (1736-1760). Ο Τιμόθεος διαδέχθηκε το 1736 τον Άνθιμο και χρησιμοποίησε μόνιμα ως έδρα του την Τσαριτσάνη, η οποία την εποχή εκείνη πλησίαζε στο απόγειο της οικονομικής της ακμής. Στο πολύχρονο διάστημα της αρχιερατείας του γνώρισε πολλές δύσκολες καταστάσεις, τις οποίες αντιμετώπισε με καρτερία και εύστοχες ενέργειες. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του, η Τσαριτσάνη κοσμήθηκε με ωραίους ναούς και παρεκκλήσια, όπως ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1749), που στα κατοπινά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως μητροπολιτικός ναός, και το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου στη μονή του Αγίου Αθανασίου Τσαριτσάνης (1748).

Τον Ιανουάριο του 1760 μετετέθη στη μητρόπολη Αίνου, όπου και πέθανε τον Ιούλιο του 1772.

Παρθένιος (1760-1780, 1783-1798). Ο Παρθένιος λάμπρυνε όσο κανείς άλλος την περίοδο της Τουρκοκρατίας τον θρόνο της αρχιεπισκοπής Δομενίκου και Ελασσώνος, στην οποία προσέφερε τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του για 35 ολόκληρα χρόνια. Η θητεία του, που ήταν η μακροβιότερη στην ιστορία της αρχιεπισκοπής, ήταν γεμάτη αγώνες, θυσίες, κατατρεγμούς, βασανιστήρια και εξορίες. Για αυτό και πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο λαμπρές και ηρωικές μορφές της Ορθοδοξίας. Επίσκοπος Ελασσώνος εξελέγη τον Ιανουάριο του 1760 και αρχιεράτευσε σε δύο περιόδους: την πρώτη από το 1760 έως το 1780, οπότε και εξορίστηκε, και τη δεύτερη από το 1783 έως το 1798, οπότε και πέθανε. Η ποιμαντορία του, συνολικής διάρκειας 35 ετών, υπήρξε αληθινός Γολγοθάς, γεμάτη αγώνες για την υπεράσπιση των δύστυχων Ελλήνων και την τόνωση του θρησκευτικού τους συναισθήματος. Πολλές γραπτές μαρτυρίες μας πληροφορούν για την παρουσία και την ηρωική μορφή του επισκόπου Παρθενίου. Ο Παρθένιος πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1798 και ετάφη στην Τσαριτσάνη με μεγάλες τιμές και γενικό πένθος.

Ιωαννίκιος (1798-1809). Η εκλογή του Ιωαννικίου στην αρχιεπισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος έγινε τον Σεπτέμβριο του 1798, διαδεχόμενος τον θανόντα Παρθένιο. Στις 31 Μαρτίου 1809 μετετέθη στη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως, όπου παρέμεινε έως το 1818, οπότε και παραιτήθηκε. Γύρω στο 1800, ο Ιωαννίκιος έκτισε με έξοδά του το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωαννικίου στον ναό της Παναγίας Τσαριτσάνης. Ενδιαφέρθηκε με ζήλο για τη λειτουργία των σχολείων της Τσαριτσάνης και τη μόρφωση των νέων. Είχε φιλικές σχέσεις με επιφανείς λόγιους της Θεσσαλίας, όπως ο Ιωάννης Πέζαρος και ο Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον περιέβαλλαν με μεγάλο σεβασμό και αγάπη.

Το 1818 παραιτήθηκε από τον θρόνο της μητρόπολης Φιλιππουπόλεως και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1819, σε ηλικία 52 ετών, ως επίσκοπος Σηλυβρίας.

Αμβρόσιος (1780-1783). Ο Αμβρόσιος διετέλεσε Μητροπολίτης Ελασσώνος κατά την περίοδο 1780-1783, διαδεχόμενος προσωρινά τον Παρθένιο, ο οποίος είχε εξοριστεί.

Πορφύριος (1809-1813). Ο Πορφύριος, προερχόμενος από τη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτας, διετέλεσε Μητροπολίτης Δομενίκου και Ελασσώνος από το 1809 έως το 1813. Η μετάθεσή του δεν έγινε οικειοθελώς, αλλά κάτω από ιδιαίτερες πολιτικές και εκκλησιαστικές συνθήκες, με καθοριστικό παράγοντα την επιρροή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ο Αλή Πασάς, στο πλαίσιο της επεκτατικής του πολιτικής και της προσπάθειας ελέγχου των εκκλησιαστικών δομών της περιοχής, κατήργησε τη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτας και την ενσωμάτωσε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Έτσι, το 1809, με δική του απαίτηση, ο Πορφύριος μετατέθηκε στη Μητρόπολη Δομενίκου και Ελασσώνος, διαδεχόμενος τον Ιωαννίκιο, ο οποίος μετατέθηκε στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως. Η αρχιερατεία του στη νέα του θέση διήρκεσε τέσσερα έτη, μέχρι τον Ιούνιο του 1813, όταν επήλθε νέα αναδιάρθρωση των εκκλησιαστικών επαρχιών. Τη χρονιά αυτή, η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτας αποσπάστηκε εκ νέου από τη Μητρόπολη Ιωαννίνων και επανασυστάθηκε ως ανεξάρτητη εκκλησιαστική επαρχία. Ως αποτέλεσμα, ο Πορφύριος αποκαταστάθηκε στη θέση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτας, όπου παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1820. Η παύση του από το αξίωμα εκείνη τη χρονιά πιθανότατα συνδέεται με τις πολιτικές ανακατατάξεις που προκάλεσε η πτώση του Αλή Πασά και οι γενικότερες εντάσεις που προηγήθηκαν της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η πορεία του Πορφυρίου αντικατοπτρίζει τις ευρύτερες πολιτικές και εκκλησιαστικές διεργασίες της εποχής. Η μετάθεσή του, η επιστροφή του και τελικά η παύση του δείχνουν τη στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της οθωμανικής εξουσίας, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτιζε ο Αλή Πασάς στη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών ισορροπιών στη δυτική και κεντρική Ελλάδα.

Σαμουήλ (1813-1814). Ο Σαμουήλ, προερχόμενος από το Γηρομέριο, εξελέγη αρχιεπίσκοπος Δομενίκου και Ελασσώνος μετά την αποκατάσταση του Πορφυρίου στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης. Δυστυχώς, ο Σαμουήλ πέθανε τον Φεβρουάριο του 1814, μόλις ένα χρόνο μετά την εκλογή του.

Αναβάθμιση της Επισκοπής σε Μητρόπολη

Ιγνάτιος (1814-1815). Το 1814, η Αρχιεπισκοπή Δομενίκου και Ελασσώνος αναβαθμίστηκε σε Μητρόπολη, με πρώτο μητροπολίτη τον Ιγνάτιο. Ο Ιγνάτιος εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος το 1814 και πέθανε τον Οκτώβριο του 1815. Είναι πιθανό ότι ο Ιγνάτιος δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στην Ελασσώνα, αλλά παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, προφανώς για λόγους υγείας.

Παρθένιος (1815-1825). Ο Παρθένιος διαδέχθηκε τον Ιγνάτιο τον Οκτώβριο του 1815 και υπηρέτησε ως μητροπολίτης της Ελασσώνας μέχρι τον Φεβρουάριο του 1825. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς αρχιερατείας του, αντιμετώπισε πολλές δυσχέρειες και κινδύνους, ενώ είδε πολλές καταστροφές στα χωριά της δικαιοδοσίας του λόγω της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Από το 1820 έως το 1825, η περιοχή της Ελασσώνας υπήρξε πεδίο κοινωνικής αναταραχής, πρώτα εξαιτίας της αποστασίας του Αλή πασά και στη συνέχεια λόγω της διέλευσης των τουρκικών στρατευμάτων, τα οποία κατευθύνονταν προς τη Νότια Ελλάδα για να καταπνίξουν την επανάσταση.

Σαμουήλ (1825-1827). Ο Σαμουήλ, ο οποίος εξελέγη μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως το 1822, αναγκάστηκε σε παραίτηση το 1824. Τον Φεβρουάριο του 1825 εξελέγη μητροπολίτης Ελασσώνος, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1827, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κηρύχθηκε έκπτωτος και περιορίστηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου.

Ιερώνυμος (1827-1830). Ο Ιερώνυμος από Γαρδίκιο, διαδέχθηκε τον Σαμουήλ και ανέλαβε τη Μητρόπολη Ελασσώνος τον Σεπτέμβριο του 1827. Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1830 και ετάφη στην Τσαριτσάνη.

Νεόφυτος (1830-1849). Ο Νεόφυτος εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος τον Νοέμβριο του 1830. Τον Μάιο του 1849, μετετέθη στη Μητρόπολη Ικονίου και παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 1865, σε ηλικία 78 ετών.

Γερμανός ο από Ρασκοπρεσρένης (1849-1853). Ο Γερμανός από Ρασκοπρεσρένης εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος τον Μάιο του 1849, προερχόμενος από τη Μητρόπολη Ρασκοπρεσρένης. Παραιτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1853 για λόγους υγείας.

Ιγνάτιος ο από Κρατόβου (1853-1860). Ο Ιγνάτιος από Κρατόβου διαδέχθηκε τον Γερμανό στις 27 Ιανουαρίου 1853 και παρέμεινε στη Μητρόπολη Ελασσώνος μέχρι τον Δεκέμβριο του 1860, όταν μετετέθη στη Μητρόπολη Πόσνας. Πέθανε τον Απρίλιο του 1868. Ήταν μορφωμένος, αξιοπρεπής, δίκαιος και γνώστης της βυζαντινής μουσικής, ενώ είχε σημαντικές γνωριμίες με πολλές προσωπικότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ιγνάτιος ο από Κασσανδρείας (1860-1867). Ο Ιγνάτιος από Κασσανδρείας μετετέθη στη Μητρόπολη Ελασσώνος τον Δεκέμβριο του 1860, διαδεχόμενος τον Ιγνάτιο από Κρατόβου. Πέθανε τον Μάρτιο του 1867 στην Κωνσταντινούπολη. Το σημαντικότερο γεγονός της αρχιερατείας του ήταν η επίσκεψη του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Καλλινίκου στις 1 Σεπτεμβρίου 1861, ο οποίος, στις 10 Σεπτεμβρίου, Κυριακή, λειτούργησε στο Καθολικό της Ιερής Μονής Παναγίας Ολυμπιώτισσας.

Κύριλλος ο από Κώου (1867-1887). Ο Κύριλλος από Κώου διαδέχθηκε τον Ιγνάτιο το Μάρτιο του 1867 και παρέμεινε στη Μητρόπολη Ελασσώνος μέχρι τον θάνατό του το 1887. Στη διάρκεια της είκοσιχρονης αρχιερατείας του, αναγέρθηκαν αρκετοί ναοί στην επαρχία Ελασσώνος, ενώ όλα τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν απρόσκοπτα. Επίσης, αναστηλώθηκε το Καθολικό της Μονής Αγίας Τριάδος Γιαννωτών, το οποίο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά το 1867.

Άνθιμος ο από Δεβρών και Βελισσού (1887-1892). Ο Άνθιμος από Δεβρών και Βελισσού μετετέθηκε από τη Μητρόπολη Δεβρών και Βελισσού και ανέλαβε την Μητρόπολη Ελασσώνος στις 16 Μαρτίου 1887. Αρχιεράτευσε έως τον Ιανουάριο του 1892 και στη συνέχεια μετατέθηκε στη Μητρόπολη Πρεσπών και Αχριδών. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1904.

Νικόδημος ο από Προικοννήσου (1892-1897). Ο Νικόδημος από Προικοννήσου εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος στις 14 Ιανουαρίου 1892, μετά την μετάθεση του Ανθίμου στη Μητρόπολη Πρεσπών και Αχριδών. Όταν το 1896 διαλύθηκαν οι επισκοπές Πέτρας και Δεσκάτης, ο Νικόδημος μετέφερε την έδρα της Μητρόπολης από την Τσαριτσάνη στην Ελασσώνα, αν και αργότερα επέστρεψε στην Τσαριτσάνη. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1897 στη Θεσσαλονίκη, ενώ ταξίδευε για την Κωνσταντινούπολη.

Σωφρόνιος Αργυρόπουλος ο από Καρπάθου και Κάσου (1897-1900). Ο Σωφρόνιος Αργυρόπουλος από Καρπάθου και Κάσου διαδέχθηκε τον Νικόδημο τον Μάιο του 1897. Αρχιεράτευσε έως τον Οκτώβριο του 1900, και στη συνέχεια μετατέθηκε στη Μητρόπολη Στρωμνίτσης. Το 1901 μετετέθηκε στη Μητρόπολη Προικοννήσου, όπου και πέθανε τον Δεκέμβριο του 1911. Κατά την αρχιερατεία του, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων στις μεγαλύτερες κοινότητες της επαρχίας, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα σχολεία της Τσαριτσάνης και της Ελασσώνας.

Πολύκαρπος Βαρβάκης ο από Λεύκης (1900-1910). Ο Πολύκαρπος Βαρβάκης από Λεύκης υπήρξε μία από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες της Μητροπόλεως Ελασσώνος. Μετετέθη από την Επισκοπή Λεύκης, και η εκλογή του στον μητροπολιτικό θρόνο της Ελασσώνος έγινε στις 22 Οκτωβρίου 1900. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο αγωνιζόμενο έθνος. Με ιδιαίτερο ζήλο και πάθος, εργάστηκε για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του ποιμνίου του. Ίδρυσε σχολεία σε όλα τα χωριά της επαρχίας και μερίμνησε για την εύρυθμη λειτουργία τους με ικανούς διδασκάλους. Στις 12 Αυγούστου 1910, μετετέθη στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως.

Μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς

Νεόφυτος Ευαγγελίδης (1910-1917). Ο Νεόφυτος Ευαγγελίδης εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος στις 12 Αυγούστου 1910 και έφτασε στην Τσαριτσάνη στις 14 Οκτωβρίου 1910, όπου του επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή. Υπήρξε ο πρώτος Μητροπολίτης των Νέων Χωρών που είχε την ευτυχία να υποδεχθεί τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό στις 6 Οκτωβρίου 1912. Ο στρατός ξεκίνησε από τη Μελούνα, συνέτριψε την τουρκική αντίσταση στα στενά του Σαρανταπόρου και συνέχισε την πορεία του χαρίζοντας την ελευθερία στη Βόρεια Ελλάδα. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Νεόφυτος μετέφερε την έδρα της Μητρόπολης στην Ελασσώνα και ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Πολλές γραπτές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν το εκκλησιαστικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και πατριωτικό έργο του. Τον χειμώνα του 1917 αρρώστησε βαριά και απεβίωσε στις 14 Μαρτίου 1917. Ενταφιάστηκε στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου Ελασσώνος. Μετά τον θάνατό του, ο θρόνος της Μητροπόλεως Ελασσώνος παρέμεινε χηρεύων μέχρι τον Φεβρουάριο του 1922.

Ειρηναίος Παπαμιχαήλ, Μητροπολίτης Ελασσώνος (1922-1924). Ο Μητροπολίτης Ειρηναίος ανέλαβε τον χηρεύοντα θρόνο της Μητρόπολης Ελασσώνος στις 10 Φεβρουαρίου 1922, προερχόμενος από τη Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου. Κατά τη διετή αρχιερατεία του, εργάστηκε μεθοδικά και αδιάκοπα για την ανακούφιση των προσφύγων της Μικράς Ασίας και την αποκατάσταση των ακτημόνων χωρικών. Στις 14 Οκτωβρίου 1924 υπέβαλε οικειοθελώς την παραίτησή του και, αργότερα, επέστρεψε και αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη Μητρόπολή του.

Καλλίνικος Λαμπρινίδης, Μητροπολίτης Ελασσώνος (1924-1955). Ο Μητροπολίτης Καλλίνικος Λαμπρινίδης γεννήθηκε το 1881 στα Έξι Μάρμαρα Κωνσταντινουπόλεως. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1906 και τον Απρίλιο του 1914 πρεσβύτερος, υπηρετώντας ως πρωτοσύγκελλος μέχρι το 1918, οπότε και εξελέγη Μητροπολίτης Κρήνης. Τον Αύγουστο του 1922 εξελέγη Μητροπολίτης Μυριοφύτου και υπηρέτησε ως αρχιερατικός επίτροπος στον Πειραιά έως τις 14 Οκτωβρίου 1924, όταν και εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος. Η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στην Ελασσώνα την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 1924. Η αρχιερατική του θητεία, που διήρκεσε πάνω από τριάντα χρόνια, χαρακτηρίστηκε από αγώνες και θυσίες. Με θάρρος, υπομονή και αφοσίωση αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, κερδίζοντας την αγάπη του ποιμνίου του και αφήνοντας πίσω του τη μνήμη ενός λαμπρού ιεράρχη, μεγάλου αγωνιστή και θερμού πατριώτη. Στις 15 Μαρτίου 1955, για λόγους υγείας, υπέβαλε την παραίτησή του στην Ιερά Σύνοδο. Απεβίωσε στις 24 Απριλίου 1957 και η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δωροθέου.

Ιάκωβος Μακρυγιάννης, Μητροπολίτης Ελασσώνος (1956-1967). Ο Μητροπολίτης Ελασσώνος Ιάκωβος Μακρυγιάννης γεννήθηκε στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας το 1912. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Σκήτη Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Στις 7 Μαρτίου 1956 εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος. Ήταν δραστήριος ιεράρχης, προικισμένος με πολλά χαρίσματα και πνευματικά προσόντα. Κατά τη διάρκεια της ενδεκαετούς ποιμαντορίας του ανέπτυξε σημαντική δράση, γεγονός που τον κατέστησε αγαπητό και ιδιαίτερα δημοφιλή. Το 1967 υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Απεβίωσε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1969.

Σεβαστιανός Ασπιώτης, Μητροπολίτης Ελασσώνος (1967-1995). Ο Μητροπολίτης Ελασσώνος Σεβαστιανός Ασπιώτης γεννήθηκε το 1913 στους Ασπιωτάδες Κερκύρας. Στις 28 Μαρτίου 1943 χειροτονήθηκε διάκονος και στις 12 Δεκεμβρίου 1943 πρεσβύτερος. Από το 1943 έως το 1956 υπηρέτησε στην Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας ως ιεροκήρυκας. Το 1965 διορίστηκε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και στις 23 Νοεμβρίου 1967 εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος. Η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1968. Έκτοτε, επιδόθηκε με θέρμη και ζήλο στην ανέγερση, ανακαίνιση και ευπρεπισμό των Ιερών Μονών και Ναών της Μητροπόλεως. Με προσωπική του φροντίδα ολοκληρώθηκε η ανέγερση του Μητροπολιτικού Μεγάρου και του Πνευματικού Κέντρου της Ιεράς Μητροπόλεως, ενώ ανηγέρθησαν και εγκαινιάστηκαν αρκετοί ναοί. Το 1995 παραιτήθηκε λόγω γήρατος από τα αρχιερατικά του καθήκοντα. Εκοιμήθη στις 11 Φεβρουαρίου 1999. Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου Ελασσώνος, προεξάρχοντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου. Το σκήνωμά του ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιωτίσσης.

​Βασίλειος Κολόκας, Μητροπολίτης Ελασσώνος (1995-2014). Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελασσώνος Βασίλειος (κατά κόσμον Κολόκας) γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1953 στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Ήταν το πρώτο από τα τρία παιδιά των ευσεβών γονέων του, Σπυρίδωνα και Αλεξάνδρας, με αδέλφια τον Άγγελο και τη Μάρθα. Ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον βαθιάς ορθόδοξης πίστης, ξεχωρίζοντας από νεαρή ηλικία για την ευσέβεια και το ήθος του. Φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1975 και πρεσβύτερος το 1979. Υπηρέτησε ως εφημέριος και προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Θεράποντος στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης, καθώς και ως ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης. Στις 19 Ιουλίου 1995, εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενθρονίστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του, ανέλαβε την αναδιοργάνωση της διοίκησης της Ιεράς Μητροπόλεως, την ανακαίνιση του Επισκοπικού Οίκου και τη δημιουργία Πνευματικού Κέντρου. Επίσης, μερίμνησε για την αναστήλωση και επάνδρωση των ιερών μονών της Μητροπόλεως. Ιδιαίτερη σημασία είχε η συμβολή του στην αγιοκατάταξη του Αγίου Αρσενίου, Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος, καθώς και η μεταφορά των λειψάνων του από τη Μόσχα, μετέπειτα ιδρύοντας ενορία προς τιμήν του Αγίου στην Ελασσόνα. Ο Μητροπολίτης Βασίλειος εκοιμήθη στις 16 Μαΐου 2014, σε ηλικία 60 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο.

Ο νυν Μητροπολίτης Ελασσόνας Χαρίτων. Ο Μητροπολίτης Ελασσώνος Χαρίτων (κατά κόσμον Χρήστος Τούμπας) γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1975. Είναι απόφοιτος της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης και σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Πέντε Βρύσεων Λαγκαδά, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος το 1996 και πρεσβύτερος το 1998 από τον Μητροπολίτη Λαγκαδά Σπυρίδωνα. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Λαγκαδά και από το 2000 ως ιεροκήρυκας, γενικός αρχιερατικός επίτροπος και πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Μητρόπολη Ελασσώνος. Στις 25 Ιουνίου 2014 εξελέγη Μητροπολίτης Ελασσώνος.