
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε στο Λιβάδι της Ελασσόνας το 1772. Ήταν απόγονος της οικογένειας των Λαζαίων και γιος του Νικολάου και της Νικολέτας. Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο του Λιβαδίου και μέχρι το 1798 εκπαιδεύτηκε στο στρατόπεδο του έξαρχου Λάζου και εξελίχθηκε σε πρωτοπαλίκαρό του.
Ο Ολύμπιος μαχόμενος κατά των Οθωμανών και κατά του Αλή πασά κατέφυγε στη Σερβία, μαζί με άλλους αρματολούς, όπου ενώθηκε με τις δυνάμεις του Καραγεώργη, συμμετέχοντας σε αρκετές μάχες. Του απονεμήθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη και συμμετείχε στο Συνέδριο της Βιέννης, ως ακόλουθος της ρωσικής πρεσβείας.
Ως υψηλόβαθμο μέλος της Φιλικής Εταιρίας διορίστηκε αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων στον Δούναβη. Ύστερα από την προδοσία του Ρουμάνου Βλαδιμηρέσκου, ο Γεωργάκης Ολύμπιος έσωσε όσα μέλη του Ιερού Λόχου μπόρεσε. Δεν κατάφερε, όμως, να συγκρατήσει τον Υψηλάντη μετά την ήττα του στο Δραγατσάνι (τον Ιούνιο του 1821) και κατέφυγε στα βουνά της Μολδοβλαχίας όπου και οχυρώθηκε.
Έπειτα από την προδοσία ενός Μολδαβού επισκόπου βρέθηκε πολιορκημένος από 8.000 Οθωμανούς στη Μονή του Σέκου. Αμυνόμενος αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση με τους Οθωμανούς και όταν τελείωσαν τα εφόδιά του, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του καμπαναριού με αποτέλεσμα, αυτός και οι σύντροφοί του, οι οποίοι αρνήθηκαν να τον εγκαταλείψουν, να τιναχθούν στον αέρα συμπαρασύροντας στον θάνατο και αμέτρητους αντιπάλους τους.
Είχε τον θάνατο ενός αυθεντικού ήρωα και εκπλήρωσε ακέραια ό,τι έγραψε τον Σεπτέμβριο του 1820 στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: Υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινήν ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις.
Στο Λιβάδι Ελασσόνας λειτουργεί το ομώνυμο Μουσείο του Αγωνιστή του ’21.