
Ο Νικοτσάρας γεννήθηκε στο χωριό Γιαννωτά Ελασσόνας το 1774. Ο πατέρας του ήταν ο κλεφταρματολός Πάνος Τσάρας και μετά τη δολοφονία του πατέρα του κατέφυγε στη φιλική προς την οικογένειά του φατρία των Λαζαίων.
Ο Νικοτσάρας, γιος του Πάνου Τσάρα και εγγονός του Πάνου Ζήδρου, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους αγωνιστές της προεπαναστατικής περιόδου. Γεννήθηκε, το 1770, στη Γιαννωτά της Ελασσόνας.
Όταν ανέλαβε την ηγεσία του αρματολικίου του Ολύμπου, σε συνεργασία με την οικογένεια των Λαζαίων, προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στον Αλή πασά, ο οποίος προσπάθησε, μάταια, πολλές φορές, να τον εξοντώσει.
Ο Νικοτσάρας, με άλλους καπετάνιους της περιοχής του Ολύμπου, συμμετείχε σε αναταραχές κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-1792), συμμετέχοντας και στο κίνημα του Κατσώνη. Μετά από πιέσεις εγκατέλειψε τον Όλυμπο, κατέφυγε στη Σκιάθο, και με ορμητήριο το νησί αυτό δημιουργούσε πολλά προβλήματα στους Οθωμανούς.
Το 1802, συμμετείχε στην Επανάσταση της Σερβίας. Το 1804, σκότωσε έναν αξιωματούχο του Αλή πασά και καταδιώχθηκε από τους Οθωμανούς και από αντιπάλους του πατέρα του. Το 1807, κατά τον νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο Νικοτσάρας συμμάχησε με τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν και με δύναμη 550 ανδρών σκόπευε να φθάσει στην επαναστατημένη Σερβία. Ωστόσο, η Ρωσία συνθηκολόγησε με τους Τούρκους και ο Νικοτσάρας βρέθηκε μόνος, αντιμέτωπος με πολυάριθμα οθωμανικά στρατεύματα. Στη συνέχεια υποχώρησε και μετά από διαρκείς συγκρούσεις πολιορκήθηκε για τρεις ημέρες στο γεφύρι κοντά στο Πράβι (Ελευθερούπολη) της Καβάλας. Εκεί, αφού τον εγκατέλειψαν οι 120 Αλβανοί σύμμαχοί του, μη έχοντας άλλη λύση, επιχείρησε έξοδο, η οποία πέτυχε αλλά με μεγάλες απώλειες.
Στη Σκιάθο, ανακηρύχθηκε υπαρχηγός της «Μαύρης Μοίρας» και με τον πειρατικό στόλο του Γιάννη Σταθά πέτυχε αρκετές νίκες εναντίον του οθωμανικού στόλου. Τον Ιούλιο του 1807, αφού κατατρόπωσε Τουρκαλβανούς στο Λιτόχωρο, επιστρέφοντας στο πλοίο του τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι σύντροφοί του τον έθαψαν στη Σκιάθο, στου Λεχωνιού το ρέμα, κοντά στη Μονή της Ευαγγελίστριας.