Πύθιο
Άζωρος | Γόννοι | Δολίχη | Ερεικίνιον | Μάλλοια | Μονδαία | Μύλαι | Ολοοσών | Πύθιο | Φάλαννα | Χυρετίαι
Ασκυριεύς | Γοννοκόνδυλους | Δωδώνη | Κόνδυλους | Κύφος | Λειμώνη ή Ηλώνη | Όρθη
Το αρχαίο Πύθιο, το οποίο επισημάνθηκε στις θέσεις «Άγιοι Απόστολοι» και «Τοπόλιανη», του σημερινού Πυθίου, στις παρυφές του Ολύμπου, ήταν ο ιερός τόπος του Πυθίου Απόλλωνα -θεός τον οποίο σέβονταν όλοι οι Περραιβοί. Το όνομα της πόλης του Πυθίου βρέθηκε σε επιγραφή από τους Δελφούς.
Στο λόφο «Άγιοι Απόστολοι» έχουν ανασκαφεί δύο ναοί ρωμαϊκών χρόνων, αφιερωμένοι στον Απόλλωνα Πύθιο και στον Ποσειδώνα Πατρώο, ενώ από την ΙΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας, έχουν έρθει στο φως συνολικά τρεις ναοί: Απόλλων Πύθιος, Ποσειδών Πατρώος και Άρτεμις.
Οι ναοί χρονολογούνται στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού Αυγούστου, ενώ κάτω από την τελευταία υπήρχε πρωιμότερη οικοδομική φάση. Το πρώτο ιερό πιθανόν να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων των Ρωμαίων και η εμβέλεια των νέων ναών, που αναγέρθηκαν με εντολή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, ξεπερνούσε το πανθεσσαλικό επίπεδο. Οι μύθοι που αναπτύχθηκαν γύρω από το ιερό του Πυθίου Απόλλωνα συσχέτισαν τη λατρεία του Απόλλωνα με τους Δελφούς. Ωστόσο, οι τελετές είχαν την προέλευσή τους στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής των Τεμπών, δηλαδή στους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς. Ακόμη, ο Απόλλωνας λατρεύτηκε ως Λύκειος και ως Δώρειος. Σύμφωνα με τις επιγραφές που βρέθηκαν από την ΙΕ΄ ΕΚΠΑ διαπιστώθηκε ότι στο πανάρχαιο ιερό υπήρχαν σύνναοι θεοί όπως ο Ασκληπιός, ο Δίας Κεραύνιος και η Αφροδίτη. Στο αρχαίο Πύθιο απαντάται, ακόμη, η λατρεία της Αρτέμιδος με τα προσωνύμια Ειλειθυία, Φωσφόρου και Αγαγυλαίας. Λατρευόταν η θεά Ενοδία με το προσωνύμιο «Πατρώα», ο Ηρακλής, η Δήμητρα και πιθανόν ο Διόνυσος και η Θέμις. Τέλος, στο Πύθιο μαρτυρείται και η αυτοκρατορική λατρεία.
Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή περίοδος:
Στη θέση «Άγιοι Απόστολοι» του Πυθίου, πιθανότατα σώζονται ερείπια της παλαιοχριστιανικής περιόδου, όπως είχαν επισημάνει και οι Α. Αρβανιτόπουλος και Δ. Θεοχάρης.
Στα ανατολικά του οικισμού, στο λόφο που ονομάζεται «Καστρί», σώζονται ερείπια βυζαντινού κάστρου, ενός κεντρικού πύργου, ενώ εντοπίστηκε και μια μεγάλη κινστέρνα. Στους πρόποδες του ίδιου λόφου εντοπίστηκαν Ασκητήρια, τα οποία χρονολογούνται στα 1339 επί Ανδρονίκου και Άννης αυτοκρατόρων.
Η αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή του Πυθίου και της θέσης «Τοπόλιανης» έφερε στο φως πλήθος νομισμάτων που εντάσσονται κυρίως στην εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων (1081-1204). Ωστόσο, στη συλλογή εντάσσονται και τρία νομίσματα της εποχής του Θεοδώρου Α’ Λάσκαρη (1208-1222) από το νομισματοκοπείο της Νίκαιας. Τα νομίσματα στην πλειοψηφία τους απεικονίζουν τον Χριστό και την Θεοτόκο. Από την έρευνα προέκυψε πως η αποκλειστική παρουσία του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης, καθώς είναι εμφανής η έλλειψη νομισμάτων από το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης και από το γειτονικό Δεσποτάτο της Ηπείρου, φανερώνει τους στενούς δεσμούς της περιοχής της Ελασσόνας με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, εκτός και αν ο κάτοχος της συλλογής των νομισμάτων επέλεξε να αποταμιεύσει κοπές του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης επειδή τις θεωρούσε πολυτιμότερες. Οι συλλογές των νομισμάτων τόσο του Πυθίου όσο και οι άλλες που ήρθαν στο φως (Μικρού Ελευθεροχωρίου, Λιβαδίου, Αργυροπουλίου) μαρτυρούν ότι οι κοπές της περιόδου πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους διατηρούσαν την αγοραστική τους αξία κάτω από τις νέες πολιτικές συνθήκες του 13ου αιώνα.
Απόψεις περιηγητών των προηγούμενων αιώνων
Ο Smith ανέφερε για το Πύθιο ότι ήταν μια πόλη στη Περραιβία της Θεσσαλίας που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου. Μαζί με τις γειτονικές πόλεις, της Αζώρου και της Δολίχης, συναποτελούσε την Τρίπολη. Το όνομα του Πυθίου προέρχεται από το ναό του Απόλλωνα, ο οποίος βρίσκεται σε μια κορυφογραμμή του Ολύμπου, όπως μαθαίνουμε από ένα επίγραμμα του Ξεναγόρα, ο οποίος μέτρησε το ύψος του Ολύμπου. Το Πύθιο ήλεγχε ένα σημαντικό πέρασμα από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία. Ο Leake τοποθέτησε το αρχαίο Πύθιο ακριβώς στους πρόποδες του Ολύμπου, καθώς από εκείνο το σημείο ο Ξεναγόρας μέτρησε το ύψος κάθετα του Ολύμπου και οι ιστορικοί Λίβιος και Πλούταρχος αναφέρουν το Πύθιο και την Πέτρα στην περιγραφή της διαδρομής στην οποία εμπλέκεται ο Νασίκας που διέσχισε τον Όλυμπο για να κατέβει στο πίσω μέρος, στον Ενιπέα, όπου βρισκόταν ο Περσέας.
Ο Ν. Γεωργιάδης, κατά την περιήγησή του στην περιοχή της περραιβικής Τρίπολης, διαπίστωσε πως η περιοχή της σημερινής Τοπόλιανης, νοτιότερα του Πυθίου, καλείτο εκείνη την εποχή ως «Τριπολιάνα» και τη συνέδεσε με την αρχαία ρητή αναφορά του Τιτου Λίβιου στην περραιβική Τρίπολη, της οποίας το όνομα «παρεφθαρμένως διεσώθηκε» έως τότε. Η περραιβική Τρίπολη, ωστόσο, συγχέεται με την αναφορά του Στράβωνα στην Τριπολίτιδα της Πελαγονίας η οποία εκτείνεται βορειότερα της Μακεδονίας. Κατά τον Ν. Γεωργιάδη η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο που συναποτελούσαν την περραιβική Τρίπολη ήταν μεν μικρές και ασήμαντες πόλεις, όμως στάθηκαν πολύ σπουδαίες για την υπεράσπιση όλης της Θεσσαλίας, καθώς επικρατούσαν σε δύο εισόδους από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία: στη διάβαση της Βολουστάνας και στο στενό της Πέτρας. Οι Δωριείς με την εγκατάστασή τους στην περιοχή εισήγαγαν τη λατρεία του Απόλλωνα. Στα περισσότερα χωριά της περιοχής της αρχαίας περραιβικής Τρίπολης, στα οποία ο Ν. Γεωργιάδης περιηγήθηκε διαπίστωσε αρχαία ελληνικά λείψανα. Στο χωριό «Σέλος» (σ.σ. σημερινό Πύθιο), βασιζόμενος στις μαρτυρίες του Πλουτάρχου και του Τιτου Λίβιου, θεώρησε το αρχαίο Πύθιο ως την πρωτεύουσα της περραιβικής Τρίπολης, ενώ διαπίστωσε και αρχαία κατάλοιπα.
Δείτε ακόμη: