Πολιτειακή συγκρότηση και οικιστική πρακτική των ελληνιστικών κρατών
Πολιτειακή συγκρότηση και οικιστική πρακτική των ελληνιστικών κρατών: η περίπτωση των Σελευκιδών
Εισαγωγή
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου Γ΄, αποτέλεσε τη συμβατική αφετηρία της ελληνιστικής περιόδου (323 – 30 π.Χ.) και είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση της αχανούς αυτοκρατορίας του σε ανεξάρτητα βασίλεια, έπειτα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων του. Στα νέα βασίλεια δημιουργήθηκαν νέες πόλεις και οι πολιτικοί θεσμοί που καθιερώθηκαν σε αυτές ήταν αντίγραφα των θεσμών της Αθήνας, στην εποχή της μέγιστης ακμής της.[1] Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο μεγαλύτερο ελληνιστικό βασίλειο, των Σελευκιδών, στην παρούσα εργασία αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία των νέων πόλεων, οι τρόποι που δημιουργήθηκαν και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας, ξεχωριστά για κάθε βασίλειο.
I. Η Ίδρυση Νέων Πόλεων Από Τους Διαδόχους Του Αλεξάνδρου Γ΄
1. Το Βασίλειο των Αντιγονιδών
Από τα τρία ελληνιστικά κράτη που επικράτησαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ΄, το βασίλειο της Μακεδονίας ήταν το μικρότερο, αλλά και το μοναδικό το οποίο χαρακτηριζόταν από τον εθνικό χαρακτήρα του πληθυσμού του.[2] Ο πρώτος διάδοχος του Αλεξάνδρου Γ΄, ο Κάσσανδρος, ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρεια στην Παλλήνη το 316 π.Χ.[3] Οι νέες αυτές πόλεις κατοικούνταν από πολυάριθμους ελληνικούς πληθυσμούς και όπως οι κάτοικοι όλων των πόλεων της Μακεδονίας, έτσι και αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Μακεδόνες, πιθανό στα πλαίσια της υπό δημιουργίας κοινής συνείδησης και ενότητας. Είχαν, επίσης, την ίδια πολιτειακή οργάνωση με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, ευρισκόμενες κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του βασιλιά.[4] Αργότερα, ωστόσο, ιδρύθηκε η Δημητριάδα στη Θεσσαλία, από τον Δημήτριο Α΄ το 293 π.Χ., η οποία άκμασε ως κοσμοπολίτικο λιμάνι την περίοδο 200-150 π.Χ.[5]
Το βασίλειο των Αντιγονιδών, το οποίο οφείλει το όνομά του στον Αντίγονο Γονατά, που ήταν ο διάδοχος του Δημητρίου Α΄, σταθεροποιήθηκε το 276 π.Χ. και είναι μεταγενέστερο από αυτό των Σελευκιδών στην Ασία και των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.
2. Το Βασίλειο των Πτολεμαίων
Ο Πτολεμαίος Α΄ – ο Λάγου, διάδοχος του Αλεξάνδρου Γ΄, ήταν υποστηρικτής της άποψης περί ίδρυσης ανεξάρτητων βασιλείων. Το βασίλειο των Πτολεμαίων, τελικά, επικράτησε στην Αίγυπτο, την οποία ο Πτολεμαίος Α΄ εξουσίασε από το 323 έως το 282 π.Χ.[6] Η μοναδική πόλη που ίδρυσε ο Πτολεμαίος Α΄ στην άνω Αίγυπτο ήταν η Πτολεμαΐς.[7] Αργότερα, ο στρατηγός του Πτολεμαίου Β΄, ο Σάτυρος, ίδρυσε την Φιλοτέρα -πόλη στην Τρωγλοδυτική- προκειμένου να εξερευνήσει την περιοχή για να κυνηγήσει ελέφαντες, αφού αποτελούσαν ισχυρό στρατιωτικό όπλο. Η Φιλοτέρα αποτέλεσε την αφετηρία για τη δημιουργία νέων πόλεων.[8] Οι πόλεις αυτές κατά κανόνα, έπαιρναν ονόματα μελών της δυναστείας, όπως Αρσινόη Τρωγλοδυτική, Βερενίκη Τρωγλοδυτική και Πτολεμαΐς των Ελεφαντοθηρών. Μόνο το όνομα της Μυός Όρμου, που βρισκόταν βορειότερα από τις προηγούμενες πόλεις, δεν προήλθε από μέλος της δυναστείας.[9] Η Μυός Όρμου, η Κλύσμα (φρούριο), η Φιλωτέρα, η Αρσινόη, η Βερενίκη, η Αγάθωνος νήσος, η Πτολεμαΐδα Θηρών, η “κατά Σαβάς” Βερενίκη, ο Αντιφίλος λιμένας, η Φιλίππου νήσος, η Αρσινόη και η Αντιόχου σωλήνα ήταν χτισμένες κοντά στην ερυθρά θάλασσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επικοινωνία μεταξύ των Πτολεμαίων και της Ινδίας.[10]
Στην Αίγυπτο δεν ιδρύθηκαν αρκετές πόλεις, όπως στην Ασία που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, επειδή οι Πτολεμαίοι επιβλήθηκαν στους Αιγύπτιους με μεγαλύτερη άνεση και με τη στρατηγική των διαδόχων του Πτολεμαίου Α΄ το αιγυπτιακό κράτος έμεινε συμπαγές και αδιαίρετο μέχρι το τέλος.[11] Ο ελληνισμός εκεί διαδόθηκε και παγιώθηκε κυρίως μέσω της κυβέρνησης, της αυλής του στρατού και γενικά μέσω της κυριαρχίας της υπέρτατης αρχής. Ο δυνάστης ήταν το παν, δεν υπήρχαν αυτοτελείς πόλεις, καθώς δεν υπήρχε ποικιλομορφία κοιλάδων, ποταμών, φύλων, γλωσσών, βιωμάτων και αναμνήσεων, όπως στην Ασία.[12] Οι Πτολεμαίοι, που κυβέρνησαν με τρόπο που θύμιζε το παλιό καθεστώς των Φαραώ, σεβάστηκαν τη θρησκεία των Αιγυπτίων και η νέα σύνθεση, που προέκυψε από την συνύπαρξη των Ελλήνων με τους Αιγύπτιους, περιελάμβανε στοιχεία και των δύο λαών. Ο βασιλικός οίκος θεοποιήθηκε και λατρεύτηκε ένας νέος θεός, ο Σάραπις.[13]
3. Το βασίλειο των Σελευκιδών
Οι συγκρούσεις των διαδόχων του Αλεξάνδρου Γ΄, είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση του Σελεύκου Α΄ στην Ασία, τον επονομαζόμενο Νικάτορα (323-280 π.Χ.). Ο Σέλευκος Α΄, όπως και ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο, κατάφερε να ιδρύσει μία δυναστεία εν αντιθέσει με τον Αλέξανδρο Γ.[14] Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν, όπως αναφέρει και ο Αρριανός, το μεγαλύτερο από τα ελληνιστικά βασίλεια.[15] Καταλάμβανε τη Συρία από τον Ευφράτη μέχρι τη θάλασσα και την ενδοχώρα της Φρυγίας. Η Μεσοποταμία, η Αρμενία, Σελευκίδα Καππαδοκία, η Σογδιανή, η Αραχωσία, η Υρκανία και άλλα έθνη έως τον Ινδό ποταμό κυβερνήθηκαν από τον Σέλευκο.[16] Όλοι οι κάτοικοι της δυναστείας ήταν υπήκοοι του βασιλέως και εξαρτημένοι από αυτόν, ανεξαρτήτως εάν ανήκαν στους νικητές ή στους ηττημένους.[17] Η οργάνωση του βασιλείου των Σελευκιδών είχε πολλά κοινά με την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών,[18] αφού οι πρώτοι οικειοποιήθηκαν τους τίτλους των δεύτερων, αλλά και των βαβυλώνιων βασιλέων, ώστε να χαρακτηρίζουν τους λαούς, στους οποίους κυριαρχούσαν.[19] Η διοικητική του δομή περιελάμβανε ανώτερους και κατώτερους κρατικούς υπαλλήλους, σύμβουλους και αυλικούς που αποτελούσαν το επιτελείο του βασιλιά και λειτουργούσαν υπό τις εντολές του. Οι σατραπείες, από το παλιό περσικό σύστημα διοίκησης, διατηρήθηκαν και η γραφειοκρατική διοίκηση, η οποία ήταν καλά οργανωμένη, αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες, ενώ οι ιθαγενείς είχαν περιορισμένα δικαιώματα.[20] Ο Σέλευκος χρησιμοποίησε Έλληνες για τη διοίκηση του βασιλείου του, προκειμένου να υπάρξει συνοχή στις κατακτημένες περιοχές της Ασίας, όπου υπήρχε ανομοιογένεια. Στις περιοχές αυτές, όπου ήταν έντονη η διαφορετικότητα των κοινωνικών παραδόσεων και των οικονομικών συστημάτων από τις ελληνικές πόλεις και οι Σελευκίδες επέλεξαν να στηρίξουν την εξουσία τους στον ελληνικό πολιτισμό.[21] Οι νέες πόλεις αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες και, αν και δεν ήταν αυτόνομες, ήταν οργανωμένες με τον ελληνικό τρόπο, αφού διατηρούσαν την Εκκλησία του Δήμου, τη Βουλή, τους άρχοντες και τους στρατηγούς. Αποτέλεσμα ήταν οι Σελευκίδες να κατοχυρώσουν τη βασιλεία τους, αλλά και να αναπτυχθεί ο ελληνισμός στην Ασία.[22]
Πολλές από τις νέες πόλεις, που ιδρύθηκαν στις απέραντες εκτάσεις της Ανατολής, είχαν ελληνικά ονόματα. Άλλες, από οικισμοί εξελίχθηκαν σε πόλεις και μετονομάσθηκαν με ελληνικά τοπωνύμια, αφού εισήλθαν νέοι κάτοικοι Μακεδόνες.[23] Νέες πόλεις ιδρύθηκαν και για στρατιωτικούς σκοπούς, όταν το κέντρο βάρους της εξουσίας του Σέλευκου, από την Περσία μεταφέρθηκε στη Συρία, φοβούμενος τις επεκτατικές πρωτοβουλίες του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, που αποσκοπούσαν στην επέκταση της κυριαρχίας του στη Μικρά Ασία.[24] Στη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) ο Σέλευκος νίκησε τον Δημήτριο και τον Αντίγονο και ίδρυσε την Αντιόχεια στις όχθες του ποταμού Ορόντη.[25] Η Σελεύκεια, η επί τω Τίγρη, στη Βαβυλώνα, ήταν η πρώτη πόλη που ίδρυσε ο Σέλευκος Α΄ και αποτελούσε το κέντρο διοίκησης και διάδοσης της επιρροής των Ελλήνων στη Μεσοποταμία.[26] Η Σελεύκεια έγινε πρωτεύουσα του Αντίοχου Α΄ και οι Έλληνες που συγχωνεύτηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό -όπως συνέβη και σε άλλες πόλεις- δημιούργησαν ιδιαίτερα στοιχεία ζωής και δράσης, τα οποία ήταν απαραίτητα ώστε να προοδεύσουν και να ευδοκιμήσουν οι πόλεις.[27] Η Σελεύκεια στον Κυλάκαδνο, η Σελεύκεια Ζεύγμα και η Απάμεια στον Ευφράτη, ιδρύθηκαν από τον Σέλευκο προκειμένου να ελέγχει το διαμετακομιστικό εμπόριο.[28] Συνολικά, ίδρυσε πάνω από τριάντα πόλεις στην άνω Συρία – περιοχή μεταξύ Ευφράτη και Ταύρου μέχρι την Κοίλη Συρία.[29] Από αυτές, η Αντιόχεια στη Δάφνη ήταν πρωτεύουσα και οι πρώτοι κάτοικοι της Αντιόχειας ήταν Αθηναίοι, Μακεδόνες, Κρήτες και Κύπριοι και για χάρη κυρίως των πρώτων, ο Σέλευκος κατασκεύασε χάλκινο ανδριάντα της θεάς Αθηνάς.[30] Η Σελεύκεια της Πιερίας ήταν το κυρίως λιμάνι.[31] Η Λαοδικεία “η επί θαλάττη” ήταν ονομαστή για το αξιόλογο εμπόριο.[32] Η Απάμεια ήταν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο,[33] όπου ο Σέλευκος και οι μετέπειτα βασιλείς διέτρεφαν τους πεντακόσιους ελέφαντες και τον περισσότερο στρατό τους.[34] Αυτές τις τέσσερις πόλεις, ο Στράβων τις ονομάζει «αδελφές αλλήλων»,[35] ενώ βάσει των νομισμάτων αποκαλούνται ως «αδελφοί δήμοι».[36] Δεκαέξι πόλεις, που ίδρυσε ο Σέλευκος, τις ονόμασε Αντιόχειες από τον πατέρα του. Πέντε Λαοδικείες από τη μητέρα του. Εννέα πόλεις τις ονόμασε Σελεύκειες και άλλες τέσσερις με τα ονόματα των γυναικών του.[37] Αρκετά ονόματα των Σελευκιδών βασιλέων συναντώνται σε αρκετές άλλες πόλεις. Η Λαοδικεία του Λιβάνου, η Αντιόχεια της Κυρρηστικής, η Απάμεια, η Αντιόχεια –Νίσιβις και Αντιόχεια – Έδεσσα στη Βόρεια Μεσοποταμία, ήταν μερικές από αυτές, ενώ αρκετές αρχαιότερες πόλεις μετονομάσθηκαν με ονόματα βασιλέων. Αυτό συνέβαινε για να ισχυροποιηθεί ο ρόλος του βασιλέα και για να αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα του βασιλείου του.[38]
Άλλα ονόματα –ελληνικού χαρακτήρα- νέων πόλεων που συναντώνται στη βόρεια Συρία ήταν: Ευρωπός, Βέροια, Έδεσσα, Κύρρος, Πέρινθος, Μαρώνεια, Απολλωνία, Ηράκλεια Πιερίας, Αντιόχεια Πιερίας, Γέφυρα, Ιερόπολη, Νικάτωρη, Νικόπολη, Αντιόχεια στον Ταύρο, Αντιόχεια στον Ευφράτη, Επιφάνεια στον Ευφράτη, Ορθωσία, Λάρισα, Λυσιάδα, Χαλκίδα, Απολλωνία. Στην Παλαιστίνη πόλεις με ονόματα: Δίον και Πέλλα. Στην Μεσοποταμία Ανθεμουσία, Ίχνες και Αίνο. Απάμεια, Σελεύκεια, Βάτνες, Άλλαγμα, Δούρα, Αμφίπολη, Έδεσσα και Νίσιβη. Στην Μηδία, Ευρωπό. Στην Περσίδα, Τανάγρα και Μαιτόνα. Στη Βακτρία και τη Σογδιανή Θήρα, Ροίτια και ίσως Άργος. Στην αραβική ακτή του Περσικού Κόλπου Αρεθούσα, Λάρισα και Χαλκίδα.[39] Οι νέες πόλεις, που χτίστηκαν συνολικά στην Ασία, ανέρχονται περίπου σε εκατόν εξήντα.[40]
Βαθμιαία κάποιες “μητροπόλεις” απέκτησαν την πλήρη αυτοτέλειά τους, απαλλασσόμενες από κάθε στρατιωτική και δικαστική επέμβαση των βασιλικών αρχόντων, ασκώντας ελεύθερα τα πολιτικά τους διακιώματα. Οι μητροπόλεις είχαν τη δική τους αστική χρονολογία, καθώς και το δικαίωμα να κόβουν δικά τους νομίσματα.[41] Είναι πιθανό, νέες πόλεις να δημιουργήθηκαν και από τη συνένωση χωριών.[42] Επίσης, είναι πιθανό οι Μακεδόνες στρατιώτες, που κλήθηκαν στο βασίλειο των Σελευκιδών για την μάχη της Μαγνησίας το 189 π.Χ., να εγκαταστάθηκαν σε οικισμούς, που αποκαλούνταν κατοικίαι. Οι οικισμοί αυτοί δεν αποτελούνταν αποκλειστικά από Μακεδόνες αλλά και από άλλους λαούς. Οικισμοί όμως, που ήταν στρατιωτικοί και αποτελούνταν από Μακεδόνες, υπήρχε πιθανότητα να εξελίχθηκαν σε πόλεις[43] και τα ονόματα τους να δόθηκαν από τους στρατιώτες που θέλησαν να θυμούνται τις πατρίδες τους.[44]
Η νομιμότητα της εξουσίας των Σελευκιδών, η οποία αρχικά εξέλειπε, κατοχυρώθηκε με τη βοήθεια της μυθολογίας, της θρησκείας και με τη σύνθεση γενεαλογικών δέντρων, κατά την οποία οι διάδοχοι συνδέονταν με τους ελληνικούς θεούς.[45] Χαρακτηριστικό σύμβολο της εξουσίας τους ήταν το διάδημα, το οποίο έφερε πρώτος ο Αλέξανδρος Γ΄ και το οικειοποιήθηκαν αργότερα οι διάδοχοι και οι ηγεμόνες.[46] Η σημασία του διαδήματος διαπιστώνεται από τις αρχαίες πηγές, όπου ο Σέλευκος παρουσιάζεται ότι έχει φορέσει το διάδημα και αυτό σήμαινε το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ΄.[47] Η σφραγίδα του βασιλικού δαχτυλιδιού και το ιερό πυρ, αποτελούσαν επίσης ελληνιστικά βασιλικά σύμβολα.[48] Πιστευόταν ότι ο Σέλευκος πήρε χρησμό από το μαντείο, το οποίο του έλεγε να μη βιαστεί να γυρίσει στη Μακεδονία γιατί η Ασία θα ήταν καλύτερη γι’ αυτόν. Το όνειρο της μητέρας του Σέλευκου, επίσης, που είδε ότι θα έβρισκε ένα δαχτυλίδι και θα το έδινε στο γιο της, ο οποίος θα κυβερνούσε όπου αυτό του έπεφτε από το χέρι, προμήνυε τη μεγάλη του βασιλεία.[49]
Επίλογος
Η ανάγκη δημιουργίας νέων πόλεων, οι οποίες θα είχαν ελληνικά ονόματα και ελληνική οργάνωση, χαρακτηρίζει το βασίλειο των Σελευκιδών. Οι νέες πόλεις ιδρύθηκαν στην Ασία, διότι οι βασιλείς έπρεπε να επικρατήσουν σε πληθυσμούς που τους διέκρινε η ανομοιογένεια, κάτι που συνέβαινε λιγότερο στο βασίλειο των Πτολεμαίων και καθόλου στο βασίλειο των Αντιγονιδών. Στα δύο πρώτα οι βασιλείς θεοποιήθηκαν από τους λαούς των βασιλείων τουςκαι η διακυβέρνησή τους διευκολύνθηκε. Με την ίδρυση των νέων πόλεων παγιώθηκε και ο ελληνισμός στην Αίγυπτο και την Ασία. Τα ελληνιστικά βασίλεια διατηρήθηκαν για περισσότερο από έναν αιώνα, όταν άρχισαν σιγά – σιγά να καταστρέφονται οι πόλεις τους και να υποδουλώνεται ο πληθυσμός τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bengtson, H. 1991. Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. μτφρ. Γαβρίλης, Α. Αθήνα: Μέλισσα.
Mondadori, A. 2000. Σύγχρονη Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια. 1. Ιστορία. μτφρ. Μπαριάμη, Τζ. Γαϊτατζή, Φ. Κοτσιφός, Β. Μπουζάνης, Δ. Παπαρίζος, Γ. Σκαρβέλη, Γ. Τουλούπη, Ε. επιμ. Αποστολοπούλου, Μ. Χεκίμογλου, Ε. Κούρση, Μ. Αθήνα: Μοτίβο Α.Ε.
Mosse, C. and Schnapp–Gourbeillon, A. 2009. Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000-31 π.Χ.). μτφρ. Στεφάνου, Λ. Αθήνα: Παπαδήμα.
Wallbank, F. 1999. Ο Ελληνιστικός κόσμος. μτφρ. Δαρβέρης, Τ. επιμ. Μανωλόπουλος, Λ. – Νίγδελης, Π. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Βερέμης, Θ. κ.ά. 2002. Ελληνική Ιστορία. Α. Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Καμάρα, Α. 2006. Ιστορία των Ελλήνων. 4. Ελληνιστικοί Χρόνοι. Αθήνα: Δομή.
Παπαρρηγόπουλος, Κ. 2009. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 5. Ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι. Αθήνα: Λυμπέρη Α.Ε.
ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση, 7, 22, 5.
Αππιανός, Συριακή, 9, 55-56.
Αππιανός, Συριακή, 9, 57-58.
Στράβων, Γεωγραφία, 16, 2-10.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Symbole.gr – Διάλογοι Συμβολής. Σημειώσεις Ανθρωπογεωγραφίας. Τελευταία πρόσβαση στις 12.01.2010. http://www.symbole.gr/forum/search.php?t=39&sid=b6c9671ed6bbd7a1bf44ba0d5cd6beb9
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Περιλήψεις Ιστορίας (Β΄ και Γ΄ Λυκείου). Τελευταία πρόσβαση στις 29.12.2009. http://www.alfavita.gr/OdigosEkpaideytikou/odigosi20070831b.php
[1] Mosse (2009), σ. 439.
[2] Bengtson (1991), σ. 365.
[3] Wallbank (1999), σ. 116.
[4] Ό.π. σσ. 116-117.
[5] Ό.π. σ. 122.
[6] Mondadori (2000), σ.122.
[7] Wallbank (1999), σ. 157.
[8] Ό.π. σσ. 280-281.
[9] Ό.π. σ. 281.
[10] Παπαρρηγόπουλος (2009), σσ. 42-43.
[11] Ό.π. σ. 42.
[12] Ό.π. σ. 50.
[13] Wallbank (1999), σσ. 166-167.
[14] Mondadori (2000), σ.119
[15] Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση, 7, 22, 5.
[16] Αππιανός, Συριακή, 9, 55-56.
[17] Bengston (1991), σ. 366.
[18] Βλ. Symbpole.gr “Περσική δυναστεία, η οποία ίδρυσε το μέγα περσικό κράτος· γενάρχης της ήταν ο Αχαιμένης”.
[19] Βερέμης (2002), σ. 161.
[20] Βλ. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
[21] Wallbank (1999), σσ. 174-175.
[22] Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 23.
[23] Ό.π, σ. 371.
[24] Mondadori (2000), σ.119.
[25] Ό.π. σ.119.
[26] Wallbank (1999), σσ. 186-188.
[27] Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 38.
[28] Καμάρα (2006), σ. 283.
[29] Ό.π. σ. 35.
[30] Ό.π. σ. 35.
[31] Wallbank (1999), σσ. 186-188.
[32] Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 35.
[33] Wallbank (1999), σσ. 186-188.
[34] Στράβων, Γεωγραφία, 16, 2-10.
[35] Στράβων, Γεωγραφία, 16, 2-10.
[36] Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 35.
[37] Αππιανός, Συριακή, 9, 57-58.
[38] Wallbank (1999), σ. 188.
[39] Ό.π.
[40] Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 41.
[41] Παπαρρηγόπουλος (2009), σ. 46.
[42] Wallbank (1999), σσ. 180-181.
[43] Ό.π. σσ. 185-186.
[44] Ό.π. σσ. 186-187.
[45] Bengtson (1991), σ. 366.
[46] Bengtson (1991), σ. 367.
[47] Αρριανός Αλεξάνδρου Ανάβαση, 7, 22, 5 και Αππιανός, Συριακή, 9, 55-56.
[48] Bengtson (1991), σ. 367.
[49] Αππιανός, Συριακή, 9, 55-56